Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Τα δύο ταγάνια



Η αρχαία ελληνική μυθολογία μας λέει πως όταν ο Προμηθέας έπλασε τους ανθρώπους τους φόρτωσε με δυο ταγάρια, δυο σακούλες.


Ανθρώπων έκαστος δύο πήρας φέρει.
Γέμει δε κακών εκατέρα,
αλλ' η μεν έμπροσθεν, αλλοτρίων γέμει.
Δια τούτο οι άνθρωποι, τα μεν εαυτών κακά,
ουχ ορώσι τα δε ενάντια, πάνυ ακριβώς θεώνται.



Η μια σακούλα κρέμεται μπροστά
κι άλλη πίσω στην.... πλάτη του



Η μια σακούλα κρέμεται μπροστά σε κάθε άνθρωπο, ώστε να τη βλέπει πολύ καλά, κι άλλη πίσω στην.... πλάτη του και είναι αδύνατο να τη δει. Η μπροστινή σακούλα είναι γεμάτη με τα σφάλματα των άλλων, ενώ η πίσω σακούλα είναι γεμάτη με τα δικά μας σφάλματα.
Γι’ αυτό μας είναι πολύ εύκολο να βλέπουμε τα σφάλματα των άλλων και να τους κρίνουμε, ενώ τα δικά μας σφάλματα δυσκολευόμαστε πολύ να τα δούμε, να τα αναγνωρίσουμε, να τα παραδεχτούμε και να διορθωθούμε.
Αυτόν τον πολύ σοφό μύθο πρέπει συνεχώς να τον έχουμε στον νου μας.
Όταν βλέπουμε τα σφάλματα, τα λάθη, τις παραλείψεις των άλλων κι ετοιμαζόμαστε να τους κρίνουμε αυστηρά και να τους κακολογήσουμε, αμέσως να αναλογιζόμαστε τι κάνουμε εμείς.
Να γυρίζουμε ανάποδα τα ταγάρια που κουβαλάμε, ώστε να βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και τους εαυτούς μας να κριτικάρουμε και να διορθώνουμε.
Και συνήθως όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα, δεν μας μένει καιρός και όρεξη να κρίνουμε κανέναν άλλον.

Στην Καινή Διαθήκη υπάρχει μια παρόμοια ιστορία:
Κάποτε οι Ιουδαίοι έφεραν στον Χριστό μια αμαρτωλή γυναίκα.
Την κατηγορούσαν για πολλές αμαρτίες κι ήταν έτοιμοι, με τις πέτρες στα χέρια, να τη λιθοβολήσουν.
Ο Χριστός μας, που ήξερε πολύ καλά την ανθρώπινη φύση, τους σταμάτησε με την εξής φράση: « Ὁ άναμάρτητος πρῶτος τον λίθον βαλέτω».
Οι αγριεμένοι κατήγοροι της γυναίκας σταμάτησαν. Κι όταν έλεγξαν τους εαυτούς τους και βρήκαν τις δικές τους αμαρτίες, έσκυψαν το κεφάλι κάτω κι έφυγαν ντροπιασμένοι. Δεν έμεινε ούτε ένας να κατηγορήσει τη γυναίκα.

Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς σφάλματα και αμαρτίες.
Ο καθένας μας αμαρτάνει και πρέπει με αγώνα προσωπικό να αναγνωρίζει τις αμαρτίες του και να μετανοεί γι’ αυτές και να αγωνίζεται να μην τις επαναλάβει και φυσικά να πάψει να ασχολείται με τις αμαρτίες των άλλων.



Απόδοση: Σταυρούλα Κουμενίδου

Αφήγηση: Κατερίνα Σαββοπούλου

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Το αγόρι και το χωράφι


 Μέχρι πριν λίγο καιρό υπήρχε μια μικρή πόλη, γνωστή για την καθαρότητα της. Ήταν τόσο φημισμένη για τους καθαρούς δρόμους και τις αυλές των σπιτιών της, που ερχόταν κόσμος από πολύ μακριά για να θαυμάσει αυτό το περίεργο για την εποχή θέαμα. Η πόλη ευημερούσε και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.

Σε ένα άδειο χωράφι στην άκρη της πόλης, ένα αγόρι ζούσε σε μια πρόχειρη κατασκευή που θα μπορούσε να θυμίσει και σπίτι. Μετά από κάθε καταιγίδα, η κατασκευή κατέρε και το αγόρι έπρεπε να στήσει μιαν άλλη με τα λιγοστά υλικά που είχε στην διάθεσή του. Δεν παραπονιόταν όμως για την κατάστασή του. Πως θα μπορούσε άλλωστε? Είχε μια δουλειά που του έδινε αναγνώριση, οι συμπολίτες του τον σέβονταν και τον ευχαριστούσαν κάθε μέρα για την προσφορά του στην πόλη, ήταν συμπαθής σε όλη την εκεί μικρή κοινωνία. Τι άλλο μπορεί να χρειαζόταν, δεν είχε ακόμη φανταστεί.

Πρωί πρωί ξεκινούσε την δουλειά, περνώντας από κάθε στενάκι της πόλης για να μαζέψει σκουπίδια από όλα τα σπίτια. Οι πελάτες του ήταν πολύ ευγενικοί, του τα έδιναν πάντα μέσα σε σακούλες αδιαφανείς για να μην φαίνεται το περιεχόμενό τους. Το βραδάκι γύριζε στο χωράφι του, έσκαβε έναν μικρό λάκκο και άδειαζε εκεί το περιεχόμενο της καρότσας που χρησιμοποιούσε για την συλλογή σκουπιδιών. Μέχρι να κοιμηθεί είχε κάποιο χρόνο για να αναπολήσει τις όμορφες στιγμές της ημέρας και να βεβαιωθεί για μια ακόμη φορά πως η προσφορά του στην πόλη ήταν μέγιστης σημασίας για το ίδιο και τους άλλους, ήταν πράγματι χρήσιμος…

Ο καιρός περνούσε και ενώ άλλαζε διαδρομή γυρίζοντας στους δρόμους της πόλης, ενώ άλλαζαν κατά καιρούς κάποια από τα πρόσωπα των πελατών καθώς και οι εποχές, όλες οι μέρες είχαν αρχίσει να μοιάζουν ίδιες. Το αγόρι σάστισε για λίγο αλλά μετά ηρέμησε σκεπτόμενο πως μάλλον έτσι ήταν η ζωή. Έτσι άλλωστε ήταν για όλους, γιατί όχι και για εκείνο… Συνέχισε λοιπόν την ημέρα να δουλεύει και την νύχτα να κοιμάται, ελπίζοντας όμως πια πως κάτι, με κάποιον άγνωστο τρόπο, θα άλλαζε. Και πράγματι, μετά από όχι πολύ καιρό, κάτι άλλαξε. Οι λακκούβες δεν χωρούσαν πια άλλα σκουπίδια, ούτε και η έξω από αυτές επιφάνεια. Του είχε μείνει μόνο το να χρησιμοποιήσει και τον χώρο που είχε για σπίτι, όσο κι αν δεν του άρεσε αυτό. Οι γείτονες άρχισαν να παραπονιούνται για τη δυσοσμία και την έλλειψη τάξης ενώ το αγόρι δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο από το να ελπίζει σε κάτι που δεν γνώριζε καν.

Ένας τυφώνας πήρε την κατασκευή και την πήγε μακριά κάνοντάς την κομμάτια. Έτσι το αγόρι έμεινε χωρίς σπίτι και μέσα σε ένα χωράφι γεμάτο στοιβαγμένα σκουπίδια. Έκλαψε επάνω τους για μέρες μέχρι που αποφάσισε να βάλει φωτιά να τα κάψει. Όταν πια το μόνο που είχε μείνει ήταν στάχτη, την πήρε με το καροτσάκι του και την πήγε στην θάλασσα. Γυρίζοντας στο χωράφι, κάθισε σε μια πέτρα προσπαθώντας να βρει λύση ενώ κοιτούσε τον κενό του χώρο. Αν και κουρασμένος από τα τελευταία γεγονότα, έστησε μια καλυβούλα για να ξεκουράζεται και βάλθηκε να σκάβει για να δημιουργήσει μια μεγάλη λακκούβα που θα χωρούσε περισσότερα από πριν σκουπίδια. Αυτή ήταν η δουλειά του και έπρεπε με κάποιον τρόπο να ζήσει. Ενόσω το αγόρι ακόμη έσκαβε, οι γείτονες έφερναν σκουπίδια στο χωράφι του μιας και ο ίδιος δεν πήγαινε να τα πάρει. Καλοσύνη τους, σκεφτόταν το αγόρι που δεν παραπονέθηκαν ποτέ για τον κόπο τους να πάνε οι ίδιοι σε εκείνον. Τα στοίβαζε σε μιαν ακρούλα και συνέχιζε για σκάβει μέχρι που σκάβοντας έφτασε σε μια πέτρα που κάλυπτε μεγάλη επιφάνεια του χωραφιού. Εκεί πια αποφάσισε να σκάβει ακόμη και τη νύχτα μέχρι η πέτρα να σπάσει. Όταν πια κατάφερε και έσπασε ένα κομματάκι της, είδε πως από κάτω δεν υπήρχε άλλη πέτρα ούτε χώμα, αλλά σπηλιά.

Μπήκε μέσα της με δισταγμό και έμεινε να κοιτάζει ολόγυρα μη πιστεύοντας στα μάτια του. Το μόνο που μπορούσε να αντιληφθεί ήταν ομορφιά. Εκεί μέσα, κάτω από τα σκουπίδια και το χώμα και την πέτρα, υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος και στη μέση του ένα παλάτι. Τα γυμνά του πόδια δροσίζονταν στο ρυάκι με το τρεχούμενο σμαραγδί νερό.

Μικρά δεντράκια στα δεξιά του είχαν ρουμπίνια για καρπό ενώ στα αριστερά του υπήρχαν κατάλευκα λουλούδια του κάμπου. Περπάτησε στο ρυάκι και αυτό τον πήγε στο παλάτι της σπηλιάς. Ήταν φωτισμένο από μόνο του, τόσο που το αγόρι μπόρεσε να διακρίνει ακόμη περισσότερο τον γύρω χώρο. Τα τοιχώματα της σπηλιάς είχαν το χρώμα του ποιο ζωηρού αμέθυστου και ο αέρας που ενέπνεε είχε για χρώμα το ποιο γλυκό ροζ που είχε ποτέ του δει. «Ο αέρας εδώ έχει χρώμα! » έλεγε και ξανάλεγε μέσα του για να το χωνέψει. Μαγεμένος από ότι είχε ήδη δει, ανέβηκε ένα ένα τα σκαλιά προς το χρυσό παλάτι. Όχι, δεν τα ανέβηκε αργά γιατί φοβόταν όπως στην αρχή, αλλά γιατί ήθελε να απολαύσει το κάθε του σκαλί. Η πόρτα δεν είχε χερούλι, απλά την έσπρωξε λιγάκι με την άκρη του χεριού του και βρέθηκε σε έναν χώρο λευκό, ήσυχο, γαλήνιο. Με ένα απλό σπρώξιμο, είχε πια μπει στο δικό του Σπίτι!

Είχαν ήδη μαζευτεί πάρα πολλά σκουπίδια όταν βρέθηκε ξανά στην επιφάνεια του χωραφιού. Έβαλε πάλι φωτιά και τα έκαψε. Πήρε και πάλι τις στάχτες και τις πήγε στην θάλασσα. Γύρισε για μια τελευταία φορά κάθε δρόμο της πόλης, αυτή τη φορά χωρίς το καροτσάκι του, για να ενημερώσει τους πελάτες του ότι πλέον θα ήταν ‘πρώην’ πελάτες και αν το επιθυμούσαν θα μπορούσαν να γίνουν νυν φίλοι. Οι καλύτεροί του όμως πελάτες, εκείνοι που του έδιναν τα περισσότερα σκουπίδια, αντέδρασαν άσχημα. Δεν χάρηκαν που πια είχε βρει το δικό του σπίτι παρά θύμωσαν που δεν θα έπαιρνε ξανά τα σκουπίδια από τον χώρο τους.

Το αγόρι ζούσε στην σπηλιά του και καλλιεργούσε το χωράφι του για να ζει από αυτό. Τα βράδια έφταναν στην πόρτα του σακούλες, με υπομονή το πρωί τις επέστρεφε στον όποιον του τις είχε πάει. Με τον καιρό οι σακούλες όλο και μειώνονταν μέχρι που ο κάθε πρώην πελάτης του βρήκε λύση στο πρόβλημά του και το αγόρι δεν χρειαζόταν πια να κλειδώνει την αυλόπορτα. Είχε πια περισσότερο χρόνο και ηρεμία να εξερευνήσει την σπηλιά του και να γνωρίσει τον νέο θησαυρό που κάθε τόσο ανακάλυπτε.

                                                            Πηγή: ergasiaka.net    by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Οι πατάτες και η δυσωδία του μίσους



Μια δασκάλα σκέφτηκε να βάλει τους μαθητές στην τάξη της να παίξουν ένα παιχνίδι. Είπε λοιπόν στα παιδιά, να φέρει το κάθʼ ένα, μια πλαστική σακούλα, που θα περιέχει μέσα μερικές πατάτες. Σε κάθε πατάτα θα δώσει ένα όνομα από τους ανθρώπους που μισεί. Έτσι, ο αριθμός των πατατών που κάθε παιδί θα έβαζε στη σακούλα του θα ήταν ανάλογος  των ανθρώπων που μισεί.

Την άλλη μέρα κάθε παιδί, έφερε από μια σακούλα με πατάτες, με το όνομα των ανθρώπων που μισούσαν, γραμμένο πάνω σε κάθε πατάτα. Κάποια παιδιά είχαν δύο πατάτες μέσα στη σακούλα, άλλα τρεις, άλλα πέντε και άλλα περισσότερες. Η δασκάλα είπε μετά στα παιδιά, να κουβαλούν  για μερικές μέρες μαζί τους την πλαστική σακούλα με τις πατάτες, όπου και αν πηγαίνουν.
Ύστερα από κάποιες  μέρες, τα παιδιά άρχισαν να διαμαρτύρονται, λόγω της δυσάρεστης οσμής που άφηναν οι πατάτες οι οποίες άρχισαν να σαπίζουν. Άλλωστε, αυτοί που είχαν περισσότερες πατάτες στη σακούλα, έπρεπε να αντέξουν επιπλέον και το μεγαλύτερο βάρος τους. Όταν το παιχνίδι τελείωσε, τα παιδιά ανακουφίστηκαν αφού  απαλλάχτηκαν από το βάρος αλλά και από τη δυσοσμία των χαλασμένων πατατών.
Η δασκάλα ρώτησε τα παιδιά: «Πώς αισθανθήκατε κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού;. Τα παιδιά διαμαρτυρήθηκαν για το γεγονός ότι έπρεπε να κουβαλούν παντού μια τσάντα με πατάτες και μάλιστα χαλασμένες με άσχημη μυρωδιά..
Στη συνέχεια, η δασκάλα τους αποκάλυψε το κρυμμένο νόημα πίσω από το παιχνίδι. «Αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν έχετε μίσος για κάποιον μέσα στην καρδιά σας. Η δυσωδία από το μίσος θα φωλιάσει στην ψυχή σας και θα το μεταφέρετε μαζί σας όπου κι αν πάτε συνεχώς. Αν δεν μπορείτε να ανεχθείτε τη μυρωδιά των σάπιων πατατών για μερικές μόνο μέρες, μπορείτε να φανταστείτε πως είναι να έχετε τη δυσωδία του μίσους στην ψυχή σας για μια ζωή;
Ηθικό Δίδαγμα: Προσπαθήστε να αποβάλλεται το μίσος που έχετε για τους άλλους και συγχωρέστε τους, ώστε να μην έχετε το βάρος στην καρδιά σας για μια ζωή.
                                                                                 Πηγή: ergasiaka.net

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Απ ' το δικό μου Κυρία


“….. Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας. Ήταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά. Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή. «Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;» λαχτάρισε η μάνα μου. «Αν σου χυνόταν στο δρόμο;» «Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου», δήλωσα ορθά κοφτά. «Το ίδιο κι εγώ», φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου. Κι έτσι γινόταν από κείνη τη μέρα σε κάθε συσσίτιο που κουβαλούσαμε οι δυο μας από το σχολείο. Η σούπα ερχόταν τακτικά, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή.

Ώσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. “Γλυκόζη” το είπαν. Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους. ένα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του – ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Τι συμβαίνει παιδί μου;» ανησύχησε η μαμά. Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια. Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα.


Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν με της τάξης του τα παιδιά. «Σκαρώνουμε κάτι;» άκουσε έναν από τους συμμαθητές του– “πειραχτήρι” ήταν το παρατσούκλι του – να ψιθυρίζει στον διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του. Ο άλλος έγνεψε “ναι”. Τότε ο πειραχτήρις  κάτι του είπε στ’ αυτί, κρυφογέλασαν οι δυο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη. Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. ‘Ύστερα τ’ αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δυο μαύροι κύκλοι. Όταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεινε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα.


Το «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» τη φορά εκείνη δεν το είπε. Ούτε να τους μετρήσει την είδανε. Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι. «Μα τι κάνει η κυρία εκεί;» ρώτησε παραξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, τα περισσότερα παιδιά ήταν όρθια ακόμα. «Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη», χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης, «για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε!» Δε γελάσανε. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Βλέπανε τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι… Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της… Ύστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο.


Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα. «Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ’ όνομα του Θεού!», είπε ξέπνοα. «Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα! Είναι  αμαρτία!» Την πήραν πάλι τα δάκρυα. Κι έκλαιγε, έκλαιγε…

Μαζευτήκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο. Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί «από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να πάρετε λίγο!» Ούτε  ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε…”
 



                                                                                 “Ο καιρός της σοκολάτας"








Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Ο πελτές του Μήτσου




Νεαρός ήταν όταν κατέβηκε στην Αθήνα να κάνει την τύχη του.Τρία βρακιά ήταν όλη η περιουσία του. Δύσκολα ήταν, εκείνα τα χρόνια.
Σιγά-σιγά κάτι κατάφερε ο Μήτσος και νοίκιασε ένα υπόγειο στο Παγκράτι, κατέβαινε πολλά σκαλιά σ' ένα τυφλό δωμάτιο που δεν είχε καθόλου φως.
Μετά από κανένα χρόνο μετακόμισε στα Πατήσια.
Τώρα θα μου πείτε από Παγκράτι πως βρέθηκε στα Πατήσια. Να, η διαδρομή ήταν μία, με ένα εισιτήριο, Κολιάτσου-Παγκράτι. Έτσι προέκυψε το δωμάτιο στα Πατήσια.
Παλάτι του φάνταζε το δωμάτιο στα Πατήσια. Ήταν και ημιυπόγειο. Είχε και μια μικρή, τόση δα αυλίτσα στον ακάλυπτο.
Παρέες δεν είχε ο Μήτσος στην Αθήνα, όλο δούλευε και άμα γύρναγε στο "σπίτι" του, ευχαριστιόταν, καθάριζε, τακτοποιούσε, ξεκουράζονταν και διάβαζε.
Κάποια στιγμή πήρε και ένα ψυγειάκι από το Μινιόν. Μεγάλες χαρές. Ήθελε το "σπίτι" του να το φτιάξει σπιτικό. Να μάθει να μαγειρεύει, να κόψει τα σουβλάκια. Τα πιτόγυρα.
Ένα απόγευμα, γύρναγε από τη δουλειά και συναντάει ο Μήτσος που λέτε, ένα φίλο του από πάνω από την πατρίδα. Έτσι στο πουθενά, βρήκε ένα γνωστό, ίδια ηλικία είχανε περίπου.
— Μπάμπη; Τι θες εδώ;
— Μήτσο, εσύ είσαι;
Αγκαλιές, φιλιά. Ο Μπάμπης είχε κατέβει από το χωριό για μια δουλειά. Φτώχεια κι αυτός, τα είπανε λίγο κι ο Μήτσος κατάλαβε.
— Μπάμπη, θα έρθεις στο σπίτι. Θα μαγειρέψουμε, θα φάμε, θα ξεκουραστείς, θα κοιμηθείς και αύριο με το καλό πας στη δουλειά σου.
Στο δρόμο αγόρασαν ψωμί, μισή δραχμή έκανε.
Φτάσανε στο ημιυπόγειο, όλο καμάρι ο Μήτσος του έκανε χώρο να περάσει.
Πήγε ο Μήτσος στο κουζινάκι, άνοιξε το ψυγείο και το ψυγείο ήταν άδειο, μόνο μια μικρή κονσέρβα πελτέ. Ντοματοπελτέ. Ντομάτα σάλτσα, πως την λένε.
Δαγκώθηκε ο Μήτσος, αλλά τί να κάνει δραχμή δεν υπήρχε στην τσέπη.
— Μπάμπη, θα φτιάξουμε, ένα φαΐ που θα γλύφεις τα δάχτυλα σου.
Έβαλε το κατσαρολάκι στο πετρογκάζ, το γέμισε νερό και έριξε τον πελτέ μέσα στο νερό και το άφησε να πάρει μια βράση. Δυο πιάτα είχε ο Μήτσος, "έστρωσε" το τραπεζάκι και σέρβιρε την σούπα πελτέ.
Χαμογέλασε ο Μπάμπης και κάθισε στο τραπεζάκι. Βούταγαν το ψωμί μέσα στο ζουμί και έτρωγαν με βουλιμία. Έτσι ξεγέλασαν την πείνα τους.
Πέρασαν χρόνια κι ο Μήτσος συναντήθηκε με τον Μπάμπη στην Θεσσαλονίκη. Ήταν αλλιώς τα πράγματα.
Πήγαν για καφέ και θυμήθηκαν τα παλιά. Γέλαγαν με το περιστατικό του ντοματοπελτέ.
Όταν χωρίζανε, γυρίζει ο Μπάμπης και λέει στον Μήτσο:
— Να σου πω Μήτσο, από τότε, έχω αδειάσει πολλά πιάτα, αλλά να ξέρεις την νοστιμιά που είχε εκείνο το ντοματόζουμο, δεν την ξαναβρήκα. Είχε πολλή αγάπη εκείνος ο πελτές, δεν θα τον ξεχάσω ποτέ, κι άμα τρώω ένα ωραίο φαγητό, πάντα λέω:

«Σαν τον πελτέ του Μήτσου όμως, δεν είναι».
Πηγή : http://hamomilaki.blogspot.gr

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Ο άνθρωπος που ετοίμαζε το αυτοκίνητό του




Ένιωθε την ανάγκη να είναι πάντα έτοιμος. “Έβλεπε τη ζωή σαν προετοιμασία, προγύμναση, προπόνηση. “Έπρεπε πάντα να είναι σε φόρμα. Σωματικά και ψυχικά. Για κάτι σημαντικό που θα συνέβαινε, για μία περιπέτεια που θα απαιτούσε την μέγιστη απόδοση, για ένα μεγάλο πολύπλοκο ταξίδι στην άκρη των πάντων.
“Όταν ήταν παιδί, διάβαζε και ξαναδιάβαζε Ιούλιο Βερν, επιστημονική φαντασία, εξερευνήσεις, περιπέτειες. Μετά έκλεινε το βιβλίο και ξαναζούσε την πλοκή, βάζοντας τον εαυτό του στη θέση του ήρωα. “Ήταν δεν ήταν έντεκα χρόνων, παραλίγο να παντρευτεί η αδερφή του έναν ομογενή, μεγαλοκτηματία στην Τανγκανίκα. Μήνες ολόκληρους πριν κοιμηθεί κάλπαζε μέσα σε απέραντες φυτείες κυνηγώντας λιοντάρια.
Μετά άρχισε να ονειρεύεται άλλες περιπέτειες, πιο ποιητικές. “Έγραφε και στίχους. Ερωτεύτηκε αλλά δεν αγάπησε. Για λίγο καιρό στο πανεπιστήμιο μπλέχτηκε με πολιτικά, μπήκε σε νεολαίες. Συζητούσε για οράματα μιας άλλης ζωής. Μετασχηματισμός ή επανάσταση; Κι αυτά του φαίνονταν πάλι ταξίδια. Στο μέλλον, με πολύ μεγαλύτερο ρίσκο.
“Ώσπου μπήκε στη ζωή – από την πίσω πόρτα – κι άρχισε να κάνει αυτά που κάνουν όλοι. Δουλειά, σπίτι, παιδιά. Αλλά δεν έπαψε να ονειρεύεται. Και κάτι παραπάνω: Να ετοιμάζεται. Για τι πράγμα; Δεν ήξερε. “Ήταν σίγουρος πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε ξαφνικά – και θα έπρεπε να ξεκινήσει. Να φύγει, να αλλάξει τόπο και ζωή. Παίρνοντας μαζί μόνο το αυτοκίνητό του.
Αυτό ήταν ο συνένοχος και ο σύντροφός του στα όνειρα. Γιατί, βέβαια, μόνος του δεν θα έφτανε μακριά. Ενώ με την βοήθεια του τετράτροχου φίλου, θα ταξίδευε σίγουρα τις μεγάλες αποστάσεις. Γι αυτό συνεχώς ετοίμαζε το αυτοκίνητό του.
Πρώτα το είχε πάντοτε γεμάτο με βενζίνα, ξέχειλο. «Σκέψου» μονολογούσε «να ξεκινάς και να μην βρίσκεις πρατήριο». Μόλις λοιπόν κατέβαινε ο δείκτης στα τρία τέταρτα, πήγαινε και το γέμιζε ως επάνω. Τον ήξεραν και στο βενζινάδικο: «φουλάρισμα – ένα χιλιάρικο!» φώναζε ο μικρός.
“Έπειτα το συντηρούσε σχολαστικά. “Άλλαζε λάδια κάθε χίλια χιλιόμετρα. («Μπορεί να μη βρεις ΕΚΕΙ», σκεπτόταν, «και να πρέπει να κάνεις τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα με παλιό λάδι!» Που ήταν το ΕΚΕΙ, δεν ήξερε. “Έπρεπε όμως να λάβει υπόψη του όλα τα ενδεχόμενα.
Είχε μαζί του τα πάντα: Λάμπες για κάθε χρήση, ιμάντες, μπουζί, καπάκι ντιστριμπιτέρ, φίλτρα λαδιού και βενζίνας και πολλά άλλα ανταλλακτικά. Γέμιζαν το μισό πορτ-μπαγκαζ – όμως του έδιναν σιγουριά. («Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε βρεί η βλάβη. Και πού!»)
Ακόμα και προμήθειες κουβάλαγε στο αυτοκίνητο – λίγες αλλά βασικές. «Μπορεί να πεινάσω στο δρόμο», σκεπτόταν και είχε αποθηκεύσει φρυγανιές, κράκερς, ένα παγουράκι νερό. Τα άλλαζε μάλιστα από καιρό σε καιρό, να μην μπαγιατεύουν.
Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκλεινε τα μάτια, σκεπτόταν το αυτοκίνητο πανέτοιμο και εξοπλισμένο ως τα μπούνια – και ένιωθε όμορφα. «Μπορώ να ξεκινήσω ανά πάσα στιγμή!» σκεπτόταν. «Έτοιμος!» Είχε και άδεια διεθνή στο αμάξι και τρίπτυχο, που το ανανέωνε τακτικά. “Έδινε πίσω το παλιό – αχρησιμοποίητο – και έπαιρνε το καινούργιο.
Τελικά, βέβαια, πήγαινε μόνο σπίτι-γραφείο, γραφείο-σπίτι. Καμιά φορά, το βράδυ, στα περίχωρα για φαΐ. Σπάνια, πολύ σπάνια, εκδρομές. Παλιά, όταν ήταν πιο νέος κυκλοφορούσε περισσότερο με το αυτοκίνητο. Είχε κάνει και δύο ταξίδια στο εξωτερικό. Ιταλία. Τώρα, είχε δουλειά ως και τα Σαββατοκύριακα. Και μετά υποχρεώσεις, παιδιά, συγγενείς.
“Όσο όμως λιγότερο ταξίδευε, τόσο περισσότερο φρόντιζε το αυτοκίνητό του. Το γυάλιζε, το καθάριζε, το πλούτιζε με χρήσιμα αξεσουάρ, το συντηρούσε, το ετοίμαζε. Κάθε τρεις μέρες μετρούσε τα λάδια, τις στάθμες των υγρών, τις πιέσεις των ελαστικών. «Δεν ξέρεις ποτέ ποια στιγμή θα χρειαστεί να ξεκινήσεις», συλλογιζόταν.
Να ξεκινήσει για πού; Αυτό δεν είχε σημασία. Φανταζόταν τον εαυτό του να τρέχει σε ανοιχτούς δρόμους, με βροχές, χιόνια, ανέμους δυνατούς – και να κυνηγάει κάποιον προορισμό που έμενε πάντα μακρινός. “Ίσως να έψαχνε το Ιρκούτσκ του Μιχαήλ Στρογκώφ, ίσως ο δρόμος του ήταν η Παναμερικάνα – από τον Καναδά στην Παταγονία. Πήγαινε, έφευγε – μακριά από όλα, πιο κοντά σε τίποτα.
“Όχι πως είχε και κανένα εξαιρετικό αυτοκίνητο. “Ήξερε από αμάξια, ήταν πάντα ενήμερος, αλλά, δυστυχώς, τα χρήματα δεν επαρκούσαν για καθαρόαιμο. Πάντως, όταν το αγόρασε, το είχε διαλέξει με προσοχή. Ενώ η γυναίκα του σκεπτόταν τις οικογενειακές ανάγκες, αυτός μετρούσε τις δυνατότητες για μεγάλα ταξίδια, την αντοχή σε ανώμαλους δρόμους, τις απαιτήσεις εξωτικών συνθηκών.
Αυτό ήταν το τρίτο του αμάξι. Τα προηγούμενα – που κι αυτά τα κρατούσε πάντα έτοιμα για μεγάλες αποδράσεις – δεν είχαν αξιωθεί να τις ζήσουν. “Όταν γέρασαν, τα πούλησε – κυρίως διότι δεν θα επαρκούσαν πια στις ανάγκες του Ταξιδιού. Κι ένιωσε άσχημα, όταν τα αποχαιρετούσε, επειδή δεν εκπλήρωσε αυτό που κάθε μέρα τους υποσχόταν.
Το σημερινό του αυτοκίνητο ήταν ιαπωνικό («πιο φθηνά και πιο γερά», έλεγε) εννέα ίππων και έξι ετών. Σκεπτόταν συχνά να το αλλάξει – αλλά με τις τιμές όπως είχαν απογειωθεί… Πάντως τον έτρωγε η ανησυχία, μήπως είχε γεράσει – μήπως το μοτέρ και η ανάρτηση δεν τα έβγαζαν πέρα, όταν θα έφτανε η στιγμή.
«Κι αν δεν έρθει η στιγμή;» ρωτούσε καμιά φορά τον εαυτό του. Αλλά αμέσως είχε υποκατάστατο όνειρο. Σ’ αυτό, δεν έπαιρνε εντολή να φύγει. Ξεκινούσε από μόνος του. Κάποια στιγμή η ανάγκη ξεχείλιζε και – ξαφνικά, στην μέση μιας δουλειάς, στην μέση μιας ζωής – έφευγε. “Έπαιρνε δρόμο, διέσχιζε όλη την Ευρώπη (ανάμεσα σε δάση, ποτάμια, πύργους και πόλεις) κι έφτανε μετά στα όρια, εκεί που είναι μοναξιά, ομίχλη, έρημος και ορίζοντας. Αυτά, πάντα, πριν κοιμηθεί.
Την άλλη μέρα σπίτι-γραφείο, σπίτι-γραφείο. Καμία αλλαγή στην διαδρομή, εκτός από το ότι κάποτε έβρεχε – κι άλλοτε είχε λιακάδα. “Άλλοτε διάλεγε κλασική μουσική κι άλλοτε ροκ. Τίποτε άλλο.
Βλάβες, χτυπήματα, τον γέμιζαν άγχος. “Όσο το αυτοκίνητο διανυκτέρευε στο συνεργείο – αυτός δεν έκλεινε μάτι. «Κι αν χρειαστεί τώρα να φύγω;» “Όταν ξαναγύριζε σπίτι, το όνειρο συνεχιζόταν: «Το παίρνω και φεύγω, περνάω χώρες, βουνά, κάμπους…»
“Ένιωθε έτοιμος. Αυτό ήταν το σημαντικό. Δεν ζούσε, αλλά περίμενε. Η αναμονή είχε αντικαταστήσει τη ζωή. Πάντοτε μέσα του αυτή η ένταση της ετοιμότητας, σαν την χορδή του τόξου. Πάντοτε μέσα του η άλλη πραγματικότητα – σαν υπόσχεση. Και το αυτοκίνητό του, προέκταση και σύντροφος, έτοιμο, ρυθμισμένο, ανυπόμονο.
Το ξεκίνημα το οραματιζόταν νύχτα. “Έβλεπε τα ρείθρα του έρημου δρόμου να διαγράφονται άσπρα, υπερφωτισμένα, κάτω από τα μεγάλα φώτα ιωδίου. Στο βάθος, τα μάτια κάποιου ζώου να γυαλίζουν φευγαλέα στη δημοσιά. Ψύχραιμο, συστηματικό, γρήγορο οδήγημα – μπροστά του χιλιάδες χιλιόμετρα… Στροφές, ευθείες, άλλες στροφές. Η διαδοχή τους τον νανούριζε και τον κοίμιζε.
“Όσα χρόνια κι αν περνούσαν, το όνειρο ίσχυε πάντα. Η ετοιμότητα πλήρης, η αναμονή έντονη. “Ίσως εντονότερη με την πάροδο της ηλικίας. Τώρα το Ταξίδι έπαιρνε μυθικές διαστάσεις σαν τα παραμυθένια των γεωγράφων της αρχαιότητας, των χρονογράφων του Μεσαίωνα. Η Ατλαντίδα, οι Υπερβόρειοι, οι Κυνοκέφαλοι, τα νησιά των Μακάρων…
“Όταν, εντελώς ξαφνικά, έφυγε για την οριστική διαδρομή – (ελπίζω κι αυτή να είχε ωραίες στροφές κι ευθείες) βρήκανε το γέρικο αυτοκίνητο φορτωμένο ως επάνω εργαλεία, ανταλλακτικά, τρόφιμα.. «Τι τα κουβάλαγε όλα αυτά ο μακαρίτης;» αναρωτήθηκαν.

Το αμάξι πουλήθηκε σε ένα συνταξιούχο. Ούτε αυτό έκανε το Ταξίδι…


                                                            Από το βιβλίο: "Η Τέλεια Διαδρομή", Opera, 1996)

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Το αδειανό και το γεμάτο βαρέλι


Το ακόλουθο αναγνωστικό κείμενο της γ΄δημοτικού του 1939 με τον τίτλο «Το αδειανό και το γεμάτο βαρέλι».

«Ήταν Νοέμβρης. Ο τρυγητός είχε τελειώσει κι ο μούστος έβραζε μέσα στα πελώρια βαρέλια. Ο πρόεδρος του χωριού, ο κυρ Σταμάτης, με τους πολλούς εργάτες του, έβαζε το κρασί μέσα σε βαρέλια. Κι έτσι έβλεπε κανένας άλλα βαρέλια γεμάτα να φεύγουν από την κρασαποθήκη κι άλλα να ΄ρχονται άδεια για να γεμίσουν.

Ο Γιαννακός κι ο Νικολός ανταμώθηκαν στο δρόμο κυλώντας ο ένας το άδειο κι ο άλλος το γεμάτο βαρέλι. Το αδειανό βαρέλι του Γιαννακού έκανε δυνατό κρότο σε κάθε κύλισμά του. Το γεμάτο βαρέλι του Νικολού κουνιόταν σιγά σιγά, γιατί ήταν βαρύ και δεν έβγαζε κρότο πολύ.Οι δυο φίλοι σταμάτησαν για μια στιγμή και ρωτούσαν ο ένας τον άλλο, για ποια αιτία να γίνεται έτσι. Κάμποση ώρα σκέφθηκαν. Μα δεν μπόρεσαν να δώσουν καμιά εξήγηση, ώσπου τους ξύπνησε από τη συλλογή τους η άγρια φωνή του επιστάτη.

Το βράδυ ρώτησαν δειλά δειλά τον πρόεδρο, που τους αγαπούσε σαν παιδιά του, να τους εξηγήσει. Ο κυρ Σταμάτης χαμογέλασε με καλοσύνη και τους είπε:
-Ο κόσμος, παιδιά μου, έτσι είναι φτιασμένος. Όσοι άνθρωποι είναι άμυαλοι, σαν το αδειανό, καλή ώρα βαρέλι, όλο φωνάζουν και λένε ανοησίες. Μα οι γνωστικοί και μορφωμένοι άνθρωποι, μοιάζουν με το γεμάτο βαρέλι, που κυλά αργά-αργά και δεν κάνει θόρυβο. Γιʼ αυτό και σεις, παιδιά μου, λίγα να λέτε και πολλά νʼ ακούτε, για να γίνετε φρόνιμοι άνθρωποι»

ΥΓ. Υπάρχει μια σχετική παροιμία στον αγγλόφωνο κόσμο "empty barrel makes the most noise" (τ αδειανά βαρέλια κάνουν τον περισσότερο θόρυβο) . Όπου βαρέλια αντικαταστήστε τα κεφάλια των ανθρώπων. Αν το βαρέλι είναι γεμάτο και το χτυπήσεις, κάνει λιγότερο θόρυβο από ότι ένα άδειο . Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι οι άνθρωποι που ακούν πολύ, γνωρίζουν και πολλά, ενώ οι άνθρωποι που μιλούν πολύ γνωρίζουν τα λιγότερα.

                                                                                                                  Πηγή :  http://antikleidi.com

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Το αγκαθάκι και το πετραδάκι στο φρουτοδάσος


Μέσα στο φρουτοδάσος ζούσε ένα μικρό αγκαθάκι. Όσοι πέρναγαν από εκεί και το έβλεπαν απομακρύνονταν. Δεν ήθελαν να τους τσιμπήσει και να πονέσουν. Έτσι καθώς όλοι πέρναγαν και απομακρύνονταν δεν είχε γευτεί ποτέ του ένα χάδι. 


Δεν ήξερε πως ήταν η επαφή. Έβλεπε τα ερωτευμένα πλάσματα να ακουμπιούνται, να κρατιούνται χέρι χέρι, και δεν ήξερε πως ήταν αυτή η αίσθηση. Δεν μπορούσε να καταλάβει το συναίσθημα αυτό. 
Ήταν μελαγχολικό και σκυθρωπό. Όλο κοιτούσε το χώμα και δάκρυα κυλούσαν από την ρίζα του.

Ένα φρουτένιο και ηλιόλουστο πρωινό άκουσε μια φωνή να του φωνάζει ….
 -Καλημέραααα
 Μέχρι εκείνη την στιγμή κανείς δεν του είχε απευθύνει το λόγο, έτσι λοιπόν έκανε πως δεν άκουσε, έτσι και αλλιώς δεν μιλούσαν σε αυτό. Ποιος θα μπορούσε να το καλημερίζει άλλωστε;
 -Καλημέρα ξανακούστηκε η φωνή …….εδώ κάτω κοίτα
 Ρίχνει μια ματιά το αγκαθάκι στο χώμα και βλέπει ένα ωραίο πετραδάκι.
 -Καλημέρα του απαντά ….σε εμένα μιλάς;
 -Ναι σε εσένα …πως πάνε τα κέφια;
 -Τα κέφια; Αποκρίθηκε… το αγκαθάκι, που την βρίσκει τέτοια χαρά, αναρωτήθηκε (αλλά το είπε από μέσα του για να μην προσβάλει τον συνομιλητή του. Δεν θα ήθελε να τον τρομάξει και να φύγει άλλωστε. Ένιωθε πολύ όμορφα που κάποιος του μιλούσε).
 -Καλά…… (είπε στο τέλος)
 -Μόνο καλά; Απάντησε το πετραδάκι. Μα είναι ένα υπέροχο φρουτένιο και ηλιόλουστο πρωινό ………….κοίτα γύρο σου………. Κοίτα πως αγκαλιάζεται το μανγκο με το πεπόνι και πιο πέρα παίζουν το μήλο με το σταφύλι. Εσύ γιατί δεν παίζεις;
 -Γιατί δεν μπορεί να με ακουμπήσει κανείς.
 -Ω!!! Μα γιατί;
 -Γιατί όποιον αγαπώ τον πονάω. Μόλις με ακουμπήσει κάποιος τον ματώνω. Και έτσι όλα τα πλάσματα με αποφεύγουν.
 -Χμμμ………. (Έκανε σκεφτικό το πετραδάκι). Μπορείς να παίξεις μαζί μου λοιπόν.
 -Μα θα σε πονέσω, χωρίς να το θέλω.
 -Για δοκίμασε ……είμαι τόσο σκληρό που δεν καταλαβαίνω τον πόνο.
 -Και αν παίζοντας τρυπήσω άλλους;
 -Μα θα σε προστατέψω.
 -Πως;
 -Θα σε κρύψω πέφτοντας επάνω σου. Εγώ δεν παθαίνω τίποτα. Δεν μπορείς να με βλάψεις μόνο να με αγαπήσεις. Λοιπόν; Θα μου χαρίσεις τον εαυτό σου;
Με ένα πήδο το αγκαθάκι έκανε επιτέλους το άλμα που ονειρευόταν μια ζωή ολόκληρη. Έπεσε πάνω στην πέτρα. Κοίταξε λίγο τρομαγμένα ………..
 -Μη φοβάσαι της αποκρίθηκε το πετραδάκι. Είδες; δεν έπαθα τίποτα.
 -Πόσο όμορφα είναι στην αγκαλιά σου …..όλος ο κόσμος είναι αλλιώς.
 -Και μυρίζει αγάπη είπε το πετραδάκι. Αυτή τη στιγμή μυρίζει όπως μυρίζουν τα πλάσματα που αγαπιούνται και έρχονται κοντά μου όλα αυτά τα χρόνια.
 -Και πως μυρίζουν δηλαδή;
 -Να μύρισε… όπως τώρα που μυρίζει γλύκα σαν πορτοκάλι, φρεσκάδα σαν λεμόνι και δροσιά σαν καρπούζι ………..

-Σ΄αγαπώ
-Και εγώ Σ΄αγαπώ, και δεν θα σε αφήσω ποτέ. 
-Τ΄ορκίζεσαι;
-Τ΄ ορκίζομαι.
-Στη ζωή σου;
-Στη ζωή…… απάντησε το πετραδάκι. Ορκίζομαι στη ζωή ότι θα είσαι η αγάπη μου και δεν θα σε αφήσω ποτέ.
                                                                                  Ειρήνη Σπανέλη

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ο µύθος του Κόρακα


Σε κάποια µικρή, ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας οι κάτοικοι αποφάσισαν κάποτε να κάνουν µια σηµαντική θυσία στο θεό Απόλλωνα.
Υπήρχε στην περιοχή τους ανάµεσα σε δύσßατα φαράγγια της οποίας το νερό το θεωρούσαν ιερό και το χρησιµοποιούσαν στις θυσίες. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη σηµαντική θυσία να στείλουν κάποιον σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδροµή για να φέρει το «ιερό» νερό. 
Ξαφνικά, ακούστηκε µια φωνή από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός µεγαλόσωµου κόρακα ο οποίος προσφερόταν να αναλάßει το συγκεκριµένο εγχείρηµα. Παρά την έκπληξη που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του αναθέσουν την αποστολή, µιας και µε τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό.
Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα µια µικρή υδρία, αυτός την άρπαξε µε τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό µε κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε µια συκιά γεµάτη σύκα και λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιµάζει µερικά σύκα. Τα σύκα όµως ήταν άγουρα και ο κόρακας αποφάσισε να περιµένει µέχρι να ωριµάσουν, ξεχνώντας όµως την αποστολή που είχε αναλάßει για λογαριασµό των ανθρώπων.
Περίµενε τελικά δύο ολόκληρες µέρες ώσπου τα σύκα ωρίµασαν. Έφαγε πολλά µέχρι που κάποια στιγµή θυµήθηκε τον πραγµατικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή. Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της πόλης. Τελικά γέµισε µε νερό τη µικρή υδρία, άρπαξε µε το ράµφος του ένα µεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάµνους και πέταξε για την πόλη.
Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να µάθουν το λόγο για τον οποίο άργησε να επιστρέψει µε το νερό από την πηγή. Ο κόρακας αφού άφησε κάτω την υδρία και το φίδι, ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριµένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή µε αποτέλεσµα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Έπειτα τους είπε πως όταν το φίδι αποκοιµήθηκε, αυτός γέµισε την υδρία µε το νερό και γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους.
Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το µε πέτρες και ξύλα. Όµως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα και ο θεός του φωτός οργισμένος αποφάσισε να τιμωρήσει τον κόρακα για το ψέµα του. Έτσι από εκείνη την ηµέρα, κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε. Κράτησε πολύ καιρό το μαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, µέχρι που ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό.
Από τότε, όταν κάποιος διψούσε πολύ, έλεγε τη φράση « Κοράκιασα από τη δίψα ». Και αυτή η φράση έχει παραµείνει ως τις µέρες µας…

Πηγή : newsbomb.gr

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Ο άνεμος







Πριν πάρα πολλά χρόνια, δε θυμάμαι πόσα ακριβώς, σε μια χώρα μακρινή ζούσε μια φυλή ινδιάνων. Ο ινδιάνος αρχηγός της φυλής είχε μια πανέμορφη και νέα κόρη που όλοι θαύμαζαν αλλά κανένας δεν είχε αγγίξει ακόμα. Μια μέρα όπως καθόταν έξω από τη σκηνή του ο μεγάλος αρχηγός, τον επισκέφτηκε ο Άνεμος και του είπε:
Ινδιάνος «Μεγάλε αρχηγέ, αγαπάω την κόρη σου και με αγαπά και εκείνη. Θα μου τη δώσεις να γίνει γυναίκα μου;»
«Όχι», του απάντησε απότομα ο αρχηγός χωρίς να δεχτεί δεύτερη κουβέντα.
Την επόμενη μέρα η αγνή κοπέλα προσπάθησε να μιλήσει στον πατέρα της,
«Πατέρα, αγαπάω τον Άνεμο. Θα μου επιτρέψεις να πάω μαζί του στο κατάλυμα του και να γίνω γυναίκα του;»
«Όχι», της απάντησε αυστηρά ο αρχηγός. »Δε σου το επιτρέπω. Όταν ο Άνεμος ήταν παιδί, συνήθιζε να έρχεται στο αντίσκηνο μου μέσα από μικρές χαραμάδες και έσβηνε πάντοτε τη φωτιά που προσπαθούσα με τόσο κόπο να ανάψω. Δε γνωρίζει ούτε να πολεμάει, ούτε να κυνηγάει και δε σου επιτρέπω να γίνεις γυναίκα του.»
Ευθύς αμέσως, ο αρχηγός άρπαξε την κοπέλα από το χέρι και την οδήγησε σε ένα αδιαπέραστο δάσος από μαύρα έλατα για να την κρύψει από τον Άνεμο.
«Ο Άνεμος ίσως να την έβλεπε αν την έκρυβα μέσα σε ένα πευκόδασος, όμως δε θα μπορέσει ποτέ να τη διακρίνει μέσα σε ένα τόσο πυκνό δάσος από μαύρα έλατα», σκέφτηκε δυνατά.
Όμως ο Άνεμος είχε ήδη γίνει αόρατος και όλη την ώρα που ο αρχηγός μονολογούσε έστεκε εκεί κοντά και άκουγε προσεκτικά κάθε του λέξη.
Έτσι όταν ήρθε η επόμενη νύχτα, ο Άνεμος άρχισε να τρέχει γύρω γύρω από το πυκνό μαύρο δάσος μέχρι που βρήκε ένα μικρό κενό και μπόρεσε να εισχωρήσει ανάμεσα από τα δέντρα.
Έψαξε αρκετά παρ” όλες τις δυσκολίες, μα στο τέλος κατάφερε να βρει τη νεαρή κοπέλα και να τη βγάλει από το πυκνό δάσος.
Δε τόλμησε να πλησιάσει τους άλλους Ινδιάνους ξανά γιατί φοβόταν πως ο αρχηγός θα του πάρει την όμορφη κοπέλα κι έτσι έψαξε άλλο τόπο για να ζήσουν μακριά τους.
Ταξίδεψαν αρκετά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας με κατεύθυνση προς το βορρά.
Κάποια στιγμή βρήκαν μια πολύ όμορφη περιοχή για να στήσουν το κατάλυμα που θα στέγαζε τον έρωτα τους.
Την ίδια κιόλας νύχτα την πήρε στην αγκαλιά του και την έκανε γυναίκα του. Χαιρόταν τον έρωτα τους ευτυχισμένοι και κανένας από τους δύο δε μπορούσε να σκεφτεί πως ο αρχηγός θα μπορούσε να τους εντοπίσει.
Όμως ο πατέρας της κοπέλας τους έψαχνε σα μανιασμένος μέχρι που στο τέλος ανακάλυψε το κατάλυμα τους.
Τότε ο Άνεμος έκρυψε τη νεαρή γυναίκα του και έγινε αόρατος, όμως ο μεγάλος Αρχηγός άρχισε να καταστρέφει τα πάντα γύρω του με τα όπλα που είχε φέρει μαζί του και χωρίς να το γνωρίζει κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του Άνεμου που τον άφησε αναίσθητο.
Όταν ο άνεμος ξαναβρήκε τις αισθήσεις του ανακάλυψε πως η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί και άρχισε να την ψάχνει.
Περιπλανήθηκε σαν τρελός στα δάση της περιοχής και στο τέλος την είδε μέσα σε ένα κανό που οδηγούσε ο πατέρας της στο Μεγάλο-Νερό.
«Έλα μαζί μου,» άρχισε να της φωνάζει με απελπισία.
Η κοπέλα κατατρόμαξε και το πρόσωπο της έγινε λευκό σαν το χιόνι, γιατί δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, ενώ άκουγε την φωνή του αγαπημένου της να την καλεί απελπισμένα.
Ο Άνεμος, μετά το χτύπημα που είχε δεχτεί στο κεφάλι από τον πατέρα της, είχε ξεχάσει πως να μεταμορφώνεται και είχε παραμείνει αόρατος.
Ο Άνεμος θύμωσε τόσο πολύ τότε με τον αρχηγό που φύσηξε με όλη του τη δύναμη πάνω στο κανό. «Ας αναποδογυρίσει», σκέφτηκε.
«Μπορώ να μεταφέρω τη γυναίκα μου ασφαλή στην ξηρά.»
Έτσι το κανό αναποδογύρισε με το φύσημα του ανέμου και ο αρχηγός με την κόρη του πέσανε μέσα στο νερό.
«Έλα αγαπημένη μου, πιάσε το χέρι μου», φώναζε ο άνεμος στην κοπέλα.
Μα δε θυμόταν πως ήταν αόρατος και ότι η κοπέλα δε θα μπορούσε να δει το χέρι του.
Κι έτσι η κοπέλα άρχισε να βουλιάζει, να βουλιάζει, μέχρι που έφτασε στον πάτο της λίμνης.
Κι ο αρχηγός φυσικά έχασε τη ζωή του μια και ο Άνεμος δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει.
Όταν ο Άνεμος κατάλαβε πως η αγαπημένη του έχασε τη ζωή της εξαιτίας του, γέμισε θλίψη και άρχισε να αγριεύει.
«Ο άνεμος ποτέ δε φυσούσε τόσο δυνατά και θλιμμένα» έλεγαν οι ινδιάνοι μεταξύ τους ενώ προσπαθούσαν να προφυλαχθούν μέσα στα αντίσκηνα τους.
Το Μεγάλο Πνεύμα λυπήθηκε την κοπέλα που έχασε τη ζωή της τόσο άδικα πέφτοντας στο νερό και την επόμενη νύχτα την μετέφερε ψηλά στα αστέρια και της έδωσε ένα σπίτι στο φεγγάρι.
Η κοπέλα ζει ακόμα εκεί, όμως το πρόσωπο της έμεινε κατάλευκο, όπως ήταν τη στιγμή που τρομαγμένη έπεσε από το κανό.
Έτσι τις νύχτες, στο σεληνόφως, κοιτάζει κάτω στη Γη, προσπαθώντας να βρει τον αγαπημένο της Άνεμο αλλά δεν ξέρει πως είναι αόρατος.


Ο Άνεμος πάλι, δε γνωρίζει πως εκεί ψηλά στο φεγγάρι βρίσκεται η αγαπημένη του γυναίκα που χάθηκε και έτσι περιπλανιέται στα δάση και ψάχνει ανάμεσα στα βράχια των βουνών να τη βρει, όμως ποτέ δε σκέφτεται να κοιτάξει ψηλά στο φεγγάρι…
βιβλίο της Florence Holbrook " The Book of Nature Myths", 1904

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ο άνθρωπος , το άλογο και το σκυλί




Ένας άνθρωπος, το άλογό του και το σκυλί του περπατούσαν σ ένα δρόμο. Καθώς περνούσαν δίπλα από ένα τεράστιο δέντρο, έπεσε ένας κεραυνός και όλοι έμειναν στον τόπο. Αλλά ο άνθρωπος δεν αντιλήφθηκε ότι είχε πια αφήσει τον κόσμο τούτο και συνέχισε να περπατάει με τα ζώα του. Μερικές φορές οι πεθαμένοι θέλουν χρόνο για να συνειδητοποιήσουν τη νέα τους κατάσταση…
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς, ανηφορικός, ο ήλιος έκαιγε και αυτοί είχαν ιδρώσει και διψούσαν πολύ. Σε μια στροφή διέκριναν μια μεγαλόπρεπη πύλη, καμωμένη ολόκληρη από μάρμαρο, που οδηγούσε σε μία πλατεία στρωμένη με χρυσάφι, που στο κέντρο της είχε μία πηγή από όπου ανάβλυζε κρυστάλλινο νερό.
Ο οδοιπόρος προχώρησε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο: “Καλημέρα”
“Καλημέρα”, απάντησε ο φύλακας
“Ποιος είναι αυτός ο τόσο όμορφος τόπος;”
“Είναι ο παράδεισος”
“Ωραία που φτάσαμε στον παράδεισο, διψάμε πολύ”
“Μπορείτε να μπείτε,κύριε, και να πιείτε όσο θέλετε” και ο φύλακας έδειξε την πηγή
“Το άλογο και το σκυλί μου διψάνε κι αυτά”
“Λυπάμαι πολύ” είπε ο φύλακας “Εδώ δεν επιτρέπονται ζώα”
Ο άνθρωπος στενοχωρήθηκε επειδή διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει νερό μόνο αυτός. Ευχαρίστησε το φύλακα και συνέχισε το δρόμο του. Αφού περπάτησαν πολλή ώρα στην ανηφόρα, εξαντλημένοι πια, έφτασαν σ ένα μέρος που είχε για είσοδο μια παλιά ξύλινη πύλη που οδηγούσε σ ένα χωματόδρομο πλαισιωμένο από δέντρα. Στη σκιά ενός από τα δέντρα καθόταν ένας άνθρωπος μ ένα καπέλο στο κεφάλι, ίσως και να κοιμόταν.
“Καλημέρα” είπε ο οδοιπόρος.
Ο άνθρωπος έγνεψε με το κεφάλι “Διψάμε πολύ, εγώ το άλογό μου και το σκυλί μου”
“Έχει μια πηγή σ’ εκείνες τις πέτρες” είπε ο άνθρωπος δείχνοντας το σημείο
“Πιείτε όσο θέλετε”
Ο άνθρωπος, το άλογο και το σκυλί πήγαν ως την πηγή και έσβησαν τη δίψα τους.
Ο οδοιπόρος γύρισε για να τον ευχαριστήσει. “Ελάτε πάλι όποτε θέλετε” απάντησε ο άνθρωπος
“Αλήθεια, πως λέγεται αυτό το μέρος;”
“Παράδεισος”
“Παράδεισος;;” Μα ο φύλακας της μαρμαρένιας πύλης είπε ότι ο παράδεισος ήταν εκεί!”
“Εκεί δεν είναι ο παράδεισος, είναι η κόλαση”
Ο οδοιπόρος τα έχασε “Πρέπει να τους απαγορεύετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτό σίγουρα θα προξενεί μεγάλα μπερδέματα!”
“Καθόλου, αντίθετα μας κάνουν μεγάλη χάρη. Επειδή εκεί μένουν όλοι αυτοί που είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερους τους φίλους…”


                                                                                Paulo Coelho

                                                                                                                    Πηγή :www.eglimatologia.gr

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Οι τυφλοί και ο ελέφαντας



Μια φορά και έναν καιρό ήταν 6 τυφλοί άντρες που κάθονταν σε ένα παγκάκι στο πάρκο και συζητούσαν. ‘Έλεγαν πως ενώ η φύση τους είχε αδικήσει και δεν τους είχε δώσει την δυνατότητα να βλέπουν τον κόσμο γύρω τους, όπως οι άλλοι άνθρωποι, εν τούτοις, τους είχε δώσει την δυνατότητα να αναπτύξουν περισσότερο τις υπόλοιπες αισθήσεις τους, και κυρίως την αφή, ώστε να μπορούν να καταλαβαίνουν με τα χέρια τους τι είναι το κάθε τι που βρίσκεται μπροστά τους. Όλοι συμφωνούσαν ότι μπορούσαν να ψηλαφίσουν κάτι με τα χέρια τους και να καταλάβουν αμέσως τι είναι αυτό που πιάνουν.
Παρακάτω, καθόταν ένας γέρος. Δεν μίλαγε, αλλά άκουγε με ενδιαφέρον και περιέργεια αυτά που έλεγαν οι 6 τυφλοί άντρες. Ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία και η μεγάλη εμπειρία του από τη ζωή τον είχε κάνει σοφό. Είχε μάθει να μην βιάζεται να κρίνει ή να απορρίψει κάτι και να δέχεται πως κάθε πράγμα, κάθε θέμα, μπορεί να έχει πολλές όψεις. «Ένα πράγμα μπορεί να είναι έτσι αλλά και αλλιώς», συνήθιζε να λέει.
Μετά από αρκετή ώρα και αφού είχε ακούσει προσεκτικά όσα έλεγαν οι τυφλοί άντρες δίπλα του, τους πλησίασε και τους ρώτησε: «Πώς είστε τόσο σίγουροι πως ό,τι ακουμπάτε, ό,τι ψηλαφίζετε με τα χέρια σας, μπορείτε να καταλάβετε αμέσως τι είναι και να είστε σίγουροι για αυτό; Πώς ξέρετε ότι δεν κάνετε λάθος;» Οι 6 τυφλοί άντρες του απάντησαν ότι δεν κάνουν ποτέ λάθος και ότι αν ήθελε να το διαπιστώσει και ο ίδιος, μπορούσε να τους βάλει μία δοκιμασία.
Ο γέρος δέχτηκε και την επόμενη μέρα τους συνάντησε πάλι στο πάρκο για τη μεγάλη δοκιμασία. Ο γέρος έφερε μαζί του έναν ελέφαντα και έβαλε τους 6 άντρες να τον πλησιάσουν και ένας ένας να τον ακουμπήσουν με τα χέρια τους και να του πουν τι είναι.
Ο πρώτος τυφλός άντρας, πλησιάζοντας τον ελέφαντα από το πλάι, έπεσε πάνω στο σκληρό και σταθερό του σώμα. Ψηλαφίζοντας με τα χέρια του την τεράστια και σκληρή πλευρά του ελέφαντα, κατέληξε με στόμφο: « Μα αυτό είναι, φυσικά, ένας τοίχος!».
Ο δεύτερος τυφλός άντρας, από εκεί που στεκόταν, πλησίασε τον ελέφαντα από μπροστά και έπιασε την προβοσκίδα του. Αφού περιεργάστηκε με τα χέρια του την μακριά, κυλινδρική προβοσκίδα του ελέφαντα, είπε με σιγουριά: «Μου έχεις φέρει ένα φίδι, αυτό είναι ένα φίδι!».
Ο τρίτος άντρας, που στεκόταν λίγο πιο πέρα, έπιασε τους χαυλιόδοντες του ελέφαντα. Ήταν λείοι και μυτεροί σαν βέλη και ο τυφλός άντρας αμέσως αναφώνησε: «Αυτά που πιάνω είναι ακόντια, είναι σίγουρα ακόντια!».
Ο τέταρτος τυφλός άντρας, που είχε μακριά χέρια, έπιασε τα αφτιά του ελέφαντα που κουνιόνταν πέρα δώθε και όπως τα περιεργάστηκε, κατέληξε: «Είναι τα σκληρά φύλλα από έναν ανεμιστήρα που κουνιέται!».
Ο πέμπτος άντρας, που ήταν πιο κοντός, έπιασε τα πόδια του ελέφαντα. Τα χάιδεψε με τα χέρια του μέχρι κάτω, τα έτριψε, και γυρνώντας προς τον γέρο-σοφό, είπε με μεγάλη βεβαιότητα: «Είναι ένας χοντρός, τραχύς κορμός δέντρου, είμαι βέβαιος!».
Ο γέρος είπε και στον τελευταίο τυφλό άντρα να πλησιάσει και εκείνος, ψάχνοντας με τα χέρια του, έπιασε την ουρά του ελέφαντα. Ήταν μακριά, κυλινδρική και τραχιά σαν χοντρό σχοινί. «Είναι σχοινί. Είναι σίγουρα ένα χοντρό, δυνατό σχοινί!» αναφώνησε.
Αφού τελείωσαν και οι έξι, ο σοφός γέρος τους φώναξε κοντά του και τους είπε: «Κάνατε όλοι λάθος. Κανένας σας δεν βρήκε τι ήταν αυτό που είχε μπροστά του, που άγγιζε με τα χέρια του. Και όμως ήσασταν και οι έξι τόσο σίγουροι για τις απαντήσεις σας! Αυτό που πιάσατε όλοι σας ήταν ένας ελέφαντας. Ανάλογα όμως με την θέση όπου στεκόταν ο καθένας σας, ανάλογα με το ύψος του και το μάκρος των χεριών του, έπιανε με τα χέρια του ένα διαφορετικό σημείο του ελέφαντα. Έτσι, ένας νόμιζε ότι πιάνει έναν τοίχο, ο άλλος ένα φίδι, ο τρίτος ένα ακόντιο, ο τέταρτος τα φύλλα ενός ανεμιστήρα, ο πέμπτος έναν κορμό δέντρου και ο τελευταίος ένα δυνατό σχοινί. Κανένας σας όμως δεν κατάλαβε ότι αυτό που αγγίζατε, αυτό που περιεργαζόσασταν και ψηλαφίζατε ήταν πολύ μεγαλύτερο και είχε και άλλα μέρη, και άλλες πλευρές και άλλα σημεία που θα μπορούσατε να πιάσετε για να καταλάβετε τι πραγματικά είναι. Έτσι, κανένας σας δεν προχώρησε πιο πέρα για να αγγίξει και τα άλλα μέρη του ελέφαντα, κανένας δεν είχε ολοκληρωμένη αίσθηση του σώματος του ελέφαντα, ώστε, από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του, να μπορέσει να καταλάβει ότι αυτό που αγγίζει είναι ένας ελέφαντας!».
Οι έξι τυφλοί άντρες είχαν χάσει τη μιλιά τους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πόσο λάθος είχαν κάνει όλοι τους. Έτσι, με σεβασμό ζήτησαν, πλέον, από τον σοφό γέρο να τους εξηγήσει το λάθος τους, ώστε να μπορέσουν να γίνουν
καλύτεροι. Και ο γέρος τους είπε: «Ο κάθε άνθρωπος, και αυτός που τα μάτια του βλέπουν καλά και καθαρά, ανάλογα με το ποιος είναι και με τη θέση που βρίσκεται, μπορεί να βλέπει ή να νιώθει διαφορετικά το ίδιο πράγμα. Για να
είμαστε σίγουροι για κάτι, πρέπει να το επιβεβαιώσουμε πολύ καλά και πολλές φορές και κυρίως, πρέπει να το πλησιάσουμε, να το «δούμε» ολόκληρο. Εσείς δεν ψηλαφίσατε τον ελέφαντα ολόκληρο. Ο καθένας σας άγγιξε το σημείο από το σώμα του ελέφαντα που ήταν πιο κοντά του και από εκεί έβγαλε το συμπέρασμα του, το οποίο βέβαια, ήταν λάθος γιατί αφορούσε μόνο ένα κομμάτι και όχι το σύνολο. Δεν μπορούμε να κρίνουμε κάτι και να βγάλουμε συμπέρασμα, ότι και να είναι αυτό, εάν δεν το δούμε, δεν το «αγγίξουμε» από παντού, από όλες τις πλευρές του, ώστε να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα και να μπορούμε να εκφράσουμε μία σωστή άποψη.»

«Ένας ακόμα λόγος που δεν μπορέσατε να βρείτε τι είναι αυτό που όλοι σας αγγίζατε, είναι ότι δεν συνεργαστήκατε μεταξύ σας. Ακόμα και χωρίς να ξέρετε ότι σε όλους σας έχω δώσει τον ίδιο ελέφαντα να πιάσετε, αν μιλούσατε μεταξύ σας και λέγατε ο ένας στον άλλον τι πιάνετε με τα χέρια σας και τι καταλαβαίνετε από αυτό, τότε συνδυάζοντας τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις σας από το άγγιγμα του ελέφαντα, θα μπορούσατε να βρείτε τι είναι. Πάντοτε έχουμε να κερδίσουμε από τη συνεργασία με άλλους ανθρώπους ακόμα και αν θεωρούμε ότι αυτά που κάνει ο καθένας μας είναι διαφορετικά και δεν έχουν σχέση με αυτά που κάνει ο άλλος. Αν λέγατε όλοι τη γνώμη σας για το τι είναι αυτό που αγγίζατε, αν ανταλλάσσατε απόψεις, στο τέλος θα καταφέρνατε συνδυάζοντας τις γνώμες σας και τα ευρήματα σας να βρείτε την αλήθεια. Πριν καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα, είναι καλό να μιλάμε και με άλλους ανθρώπους, να ακούμε και να προσπαθούμε να καταλάβουμε και την δική τους άποψη, πριν βεβαιωθούμε για τα δικά μας συμπεράσματα.» 

                                                                     John Godfrey Saxe (1816--1887)
                                                                                                              Πηγή : www.letsfamily.gr