Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

O αλχημηστής



Το αγόρι δε βρισκόταν πια στην όαση και η όαση δε Θα είχε γι’αυτή το νόημα που είχε μέχρι τότε. Δε Θα ήταν πια ο τόπος με τις πενήντα χιλιάδες φοινικιές και τα τριακόσια πηγάδια, όπου κατέφθαναν οι προσκυνητές, χαρούμενοι ύστερα από μακρινό ταξίδι. 

Η όαση, από δω και πέρα, Θα ήταν γι’αυτή κενός τόπος. Από κείνη τη μέρα, η έρημος Θα ήταν πιο σημαντική. Πάντα Θα την κοιτούσε, προσπαθώντας να μάθει ποιο αστέρι ακολουθούσε το αγόρι σε αναζήτηση του Θησαυρού του. Θα έστελνε τα φιλιά της με τον άνεμο, με την ελπίδα ότι αυτός Θα άγγιζε το πρόσωπο του αγοριού και Θα του έλεγε πως αυτή ζούσε και τον περίμενε, όπως μια γυναίκα περιμένει ένα γενναίο άντρα, που αναζητάει όνειρα και θησαυρούς. Από εκείνη τη μέρα και στο εξής, η έρημος Θα ήταν ένα και μόνο πράγμα; η ελπίδα της επιστροφής του.

Μη σκέφτεσαι αυτά που άφησες πίσω σου, είπε ο αλχημιστής, όταν άρχισαν να καλπάζουν πάνω στην άμμο της ερήμου. Τα πάντα είναι χαραγμένα στην ψυχή του Κόσμου και Θα παραμείνουν εκεί για πάντα.

Οι άνθρωποι ονειρεύονται πιο πολύ την επιστροφή παρά το χωρισμό, είπε το αγόρι, που σιγά σιγά εξοικειωνόταν με τη σιωπή της ερήμου.

Αν αυτό που βρήκες αποτελείται από ύλη στην καΘαρή μορφή της, ποτέ δε Θα σαπίσει. Και Θα μπορέσεις μια μέρα να επιστρέψεις. Αν επρόκειτο μόνο για μια στιγμιαία λάμψη φωτός, σαν την έκρηξη ενός αστεριού, τότε δε Θα βρεις τίποτε όταν επιστρέψεις. Θα έχεις όμως δει μια έκρηξη φωτός. Και μόνο γι’αυτό, άξιζε τον κόπο. 

Ο άντρας μιλούσε με τη γλώσσα της αλχημείας.



Πάουλο Κοέλο – Ο αλχημιστής




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου