Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

O μαχητής


Υπήρχε κάποτε ένας μαχητής ο οποίος μπορούσε να νικήσει οποιονδήποτε αρκεί να έκανε την πρώτη κίνηση ο αντίπαλός του. Έτσι, προσέβαλλε συνέχεια τους γύρω του μέχρι που εκείνοι έχαναν την υπομονή τους και επιτίθονταν, με αποτέλεσμα να νικούσε πάντα. Καυχιόταν, λοιπόν, πως δεν υπήρχε άλλος πολεμιστής που να μπορεί να τον κερδίσει. Έχοντας ακούσει για τη φήμη ενός μεγάλου και ηλικιωμένου Δασκάλου, τον προκάλεσε σε μονομαχία. 
Επί δύο ώρες τον προσέβαλλε με τον πιο αισχρό τρόπο, κι ο Δάσκαλος καθόταν και τον κοιτούσε, όρθιος και ήρεμος. 
"Μα πώς είναι δυνατόν να ανέχεσαι όλες αυτές τις προσβολές? Τόσο αναίσθητος είσαι?" ρώτησε στο τέλος ο νεαρός πολεμιστής εκνευρισμένος. 
Ο Δάσκαλος χαμογέλασε και είπε: "Αν ένα δώρο δεν το δεχτείς, σε ποιον ανήκει?".

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Η πιο όμορφη όμορφη καρδιά



Μια φορά κι ένα καιρό, ένας νεαρός είχε σταθεί στη μέση της πόλης και φώναζε ότι είχε την ομορφότερη καρδιά σʼ όλη την περιοχή. Μεγάλο πλήθος μαζεύτηκε, κι όλοι θαύμαζαν την καρδιά του, που ήταν τέλεια. Δεν υπήρχε ούτε σημάδι, ούτε το παραμικρό ψεγάδι πάνω της. Κι όλοι τότε συμφώνησαν ότι αυτή ήταν η πιό όμορφη καρδιά που είχαν δεί ποτέ τους.
Ο νεαρός μας ήταν πολύ περήφανος και κορδωνόταν φωνάζοντας για την ωραία του καρδιά. Ξάφνου ένας γέρος στάθηκε μπροστά στον κόσμο κι είπε, “Όμως η καρδιά σου δεν πλησιάζει την ομορφιά της δικής μου καρδιάς.”
Ο κόσμος, αλλά και το παλικάρι, κοίταξαν την καρδιά του γέροντα. Χτυπούσε δυνατά, όμως ήταν γεμάτη ουλές. Υπήρχαν σημεία όπου φαινόταν ότι είχαν κοπεί κομμάτια και στη θέση τους είχαν τοποθετηθεί άλλα, που όμως δεν ταίριαζαν καλά με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές δαντελλωτές άκρες. Κι αλλού υπήρχαν σημεία με βαθιά χάσματα, απʼόπου έλειπαν και ολόκληρα κομμάτια.

Οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλο - πως είναι δυνατόν να ισχυρίζεται αυτός ότι η καρδιά του είναι ωραιότερη, σκέφτονταν ;
Ο νέος κοίταξε την καρδιά του γέρου, είδε τα χάλια της και γέλασε.
-”Πλάκα μας κάνεις ;” είπε. “Για κάνε σύγκριση ανάμεσα στη δικιά σου και στη δικιά μου καρδιά. Η δικιά μου είναι τέλεια, ενώ η δικιά σου είναι ένα μάτσο ουλές και δάκρυα.”

-”Μάλιστα” είπε ο γέροντας, “η δική σου δείχνει τέλεια, όμως δεν θʼ άλλαζα ποτέ μου τη δική μου καρδιά με τη δική σου. Κοίταξε, κάθε ουλή αντιπροσωπεύει κάποιον που του έδωσα την αγάπη μου - κόβω ένα κομμάτι της καρδιάς μου και του το δίνω, και συχνά μου δίνει ένα κομμάτι της δικής του καρδιάς για να πάει στη θέση του άδειου μέρους της καρδιάς μου, αλλά επειδή τα κομμάτια δεν είναι ακριβώς ίδια, έχω μερικές αγκαθωτές άκρες, που όμως τις λατρεύω γιατί μου θυμίζουν την αγάπη που μοιραστήκαμε.”

“Μερικές άλλες φορές έχω δώσει κομμάτια της καρδιάς μου, και ο άλλος δεν μου έδωσε πίσω ένα κομμάτι της δικής του καρδιάς. Αυτά είναι τα άδεια χάσματα - ξέρεις, το να προσφέρεις την αγάπη σου έχει και κάποιο ρίσκο. Παρʼ όλο που αυτά τα χάσματα πονούν, παραμένουν ανοιχτά και μου θυμίζουν την αγάπη που έχω και για αυτούς τους ανθρώπους, κι ελπίζω πως κάποια μέρα θα γυρίσουν κοντά μου και θα γεμίσουν τους χώρους που τους έχω άδειους να περιμένουν. Βλέπεις λοιπόν τι θα πει πραγματική ομορφιά ;”

Ο νεαρός στάθηκε σιωπηλός, με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του. Προχώρησε προς τον γέροντα, άπλωσε το χέρι του μέσα στην τέλεια, νεανική και όμορφη καρδιά του, και ξέσκισε ένα κομμάτι της. Το πρόσφερε στο γέροντα με χέρια που έτρεμαν. Ο γέρος τότε πήρε αυτή την προσφορά, την έβαλε στην καρδιά του, και μετά πήρε λίγη από την κατακομματιασμένη του καρδιά και την έβαλε πάνω στην πληγή της καρδιάς του νέου. Ταίριαζε βέβαια, αλλά όχι και απόλυτα, κι έτσι έμειναν κάποιες άγριες άκρες.

Και το παλικάρι κοίταξε την καρδιά του, που δεν ήταν πια τέλεια, ήταν όμως ομορφότερη από οποιαδήποτε άλλη αφού η αγάπη από την καρδιά του γέροντα ξεχείλιζε τώρα και στη δική του καρδιά.

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Η εξάσκηση οδηγεί στην τελειότητα


Ένας όχι και τόσο καλλίφωνος τραγουδιστής ήταν υπό την επίβλεψη ενός αυστηρού δάσκαλου που επέμεινε ότι έπρεπε να μελετάει κάθε μέρα για μήνες το ίδιο μέρος του τραγουδιού, χωρίς να του επιτρέπει να προχωρήσει περαιτέρω. Τέλος, συντριμμένος από την απογοήτευση και την απελπισία, ο νεαρός άνδρας έψαξε για να βρει ένα άλλο επάγγελμα. Μια νύχτα, σταμάτησε σε ένα πανδοχείο, όπου γινόταν έναν διαγωνισμό απαγγελίας. Μην έχοντας τίποτα να χάσει, πήρε μέρος στον διαγωνισμό και, φυσικά, τραγούδησε το ένα και μόνο κομμάτι που ήξερε τόσο καλά. Όταν τελείωσε, ο χορηγός του διαγωνισμού εγκωμίασε ιδιαίτερα την απόδοσή του. Παρά τις αμήχανες αντιρρήσεις του σπουδαστή, ο χορηγός αρνήθηκε να πιστέψει ότι είχε ακούσει την εκτέλεση ενός αρχάριου. «Πείτε μου,» είπε ο χορηγός, «ποιος είναι ο εκπαιδευτής σας; Πρέπει να είναι μεγάλος δάσκαλος.» 
Ο σπουδαστής έγινε αργότερα γνωστός ως o μεγαλύτερος τραγουδιστής της Ιαπωνίας...

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Το σαλιγκάρι και το ταξίδι




Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό δάσος, ζούσε ένα σαλιγκάρι. Εξωτερικά ήταν ένα συνηθισμένο σαλιγκάρι όπως τόσα και τόσα άλλα. Όμως μέσα του συνέβαινε κάτι διαφορετικό, τον έκαιγε μια φλόγα. Να ταξιδέψει!
Ο προορισμός, που είχε θέσει στον εαυτό του ήταν η πόλη. Μια πόλη που είχε δει μόνο τα φώτα της, ένα βράδυ που κατάφερε να σκαρφαλώσει στο ψηλότερο δέντρο του δάσους. Τόσο τον είχε μαγέψει το θέαμα, που αμέσως είπε μέσα του “εκεί θέλω να πάω”, και άρχισε να οργανώνει το ταξίδι του..
Ύστερα από λίγες μέρες κι αφού τα είχε οργανώσει όλα στην εντέλεια, ξεκίνησε. Βρήκε το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε κατευθείαν στην πόλη και άρχισε να σέρνεται πάνω του, αργά αργά …σαλιγκαρίσια!
Οι μέρες περνούσαν. κι εκείνο εκεί, στον αγώνα του να φτάσει στην πόλη. Όταν κουραζόταν, σταματούσε λίγο να ξαποστάσει κι ύστερα πάλι ριχνόταν με καινούρια ορμή στον δρόμο. Όμως, πόση ΄’ορμή” μπορεί να έχει ένα σαλιγκάρι; Η ταχύτητά του ήταν τόσο αργή, που μερικές φορές σκεφτόταν πως δεν θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του.. Ήταν κι αυτά τα μυρμήγκια που τον προσπερνούσαν με γρηγοράδα! Μια μέρα σταμάτησε ένα από αυτά και του είπε
“Σε ζηλεύω φίλε μου, που περπατάς τόσο γρήγορα! Αν είχα εγώ την ταχύτητά σου, θα πήγαινα στην πόλη μια ώρα αρχύτερα και δεν θα αργούσα τόσο.”
Το μυρμήγκι απόρησε. Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
“Μα γιατί να θέλω να πάω στην πόλη;” είπε και συνέχισε την πορεία του.
Πέρασαν κι άλλες μέρες και το σαλιγκάρι είχε αρχίσει να δυσανασχετεί με την αργοπορία του. Περνούσα πάνω από το κεφάλι του κι αυτές οι πλουμιστές πεταλούδες με τα φτερά τους και του θύμιζαν πως εκείνο ήταν αναγκασμένο να σέρνεται στο χώμα. Κάποια στιγμή, μία από αυτές προσγειώθηκε μπροστά του.
“Σε ζηλεύω φίλη μου που έχεις φτερά και πετάς! Αν είχα εγώ τα φτερά σου θα έφτανα στην πόλη μια ώρα αρχύτερα” της είπε.
“Μα γιατί να θέλω να πάω στην πόλη;” απόρησε η πεταλούδα και πέταξε προς το κοντινότερο λουλούδι.
Το σαλιγκάρι συνέχισε την αργή του πορεία με επιμονή και θέληση. Κι άλλες μέρες πέρασαν μα η πόλη ήταν πολύ μακριά ακόμα.
Λίγο η ζέστη, λίγο οι πέτρες που του έκοβαν τον δρόμο κι έπρεπε να τις προσπεράσει σκαρφαλώνοντας πάνω τους, λίγο το ένα λίγο το άλλο, οι δυνάμεις άρχισαν να τον εγκαταλείπουν.
Ήταν κι αυτές οι ακρίδες που περνούσαν από δίπλα του πηδώντας γρήγορα! Πόσο τις ζήλευε.
Μια ακριδούλα στάθηκε για μερικά λεπτά δίπλα του για να μασουλήσει ένα φυλλαράκι.
“Σε ζηλεύω φίλη μου που έχεις μακριά πόδια και μπορείς να πηδάς τόσο μεγάλες αποστάσεις! Αν είχα εγώ τα πόδια σου θα βρισκόμουν στην πόλη με ένα και μόνο άλμα” είπε το σαλιγκάρι με παράπονο.
Η ακρίδα συνοφρυώθηκε.
“Μα γιατί να θέλω να πάω στην πόλη!” είπε ενοχλημένη και πήδηξε μακριά του.
Το σαλιγκάρι συνέχισε την πορεία του αλλά είχε αρχίσει πια να απογοητεύεται. Μέρες περνούσαν, νύχτες περνούσαν, και η πόλη ήταν πολύ μακριά ακόμα..
Κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα να ξαποστάσει και να σκεφτεί έναν τρόπο για να πάει πιο γρήγορα στην πόλη. Όμως όσο σκεφτόταν τόσο κατέληγε σε αδιέξοδο. Ίσως να μην ήταν καλή ιδέα τελικά, ίσως έπρεπε να μείνει πίσω, στο δάσος. Ίσως τα σαλιγκάρια να μην πρέπει να κάνουν όνειρα! ‘Ολα αυτά σκεφτόταν το σαλιγκάρι μας και τα ματάκια του γέμισαν δάκρυα.
Μια κουκουβάγια που πετούσε εκεί γύρω, άκουσε τους λυγμούς του και πλησίασε.
Το σαλιγκάρι, βλέποντας την κουκουβάγια, τρόμαξε τόσο πολύ που έβγαλε μια κραυγή
“Σε παρακαλώ, μην με φάς!” της είπε.
Η κουκουβάγια γέλασε.
“Ηρέμησε, δεν θα σε φάω. Πες μου τι σε απασχολεί”
Το σαλιγκάρι άρχισε να της διηγείται όλη την ιστορία του και η κουκουβάγια τον άκουσε πολύ προσεκτικά. Μόλις τελείωσε την διήγηση, του είπε με την ήρεμη φωνή της.
“Σκούπισε τα μάτια σου κι ανέβα στην πλάτη μου. Θα σε πάω εγώ στην πόλη.. Αλλά πρώτα θα σου δείξω κάτι!”
Η χαρά του σαλιγκαριού ήταν μεγάλη. Επιτέλους θα τον βοηθούσε κάποιος… Ανέβηκε στην πλάτη της κουκουβάγιας, χωρίς δεύτερη σκέψη και η πτήση τους ξεκίνησε..
Όταν κόντευαν να φτάσουν, η κουκουβάγια έκανε μια στάση σε ένα ψηλό δέντρο που δέσποζε στην είσοδο της πόλης.
“Γιατί σταματήσαμε εδώ;” απόρησε ο μικρός ταξιδιώτης
“Κοίτα! Κοίτα κάτω! ” του είπε η κουκουβάγια και του έδειξε τον δρόμο “Τι βλέπεις;”
“Τίποτα!.. Μόνο χώμα και πέτρες”είπε το σαλιγκάρι.
“Και τώρα κοίτα εκεί! Τι βλέπεις;” είπε και του έδειξε λίγο πιο πέρα προς το σημείο από όπου είχαν έρθει.
“Είναι η πέτρα από όπου με πήρες.” είπε το σαλιγκάρι.
“Και τώρα κοίταξε πιο μακρυά πίσω από την πέτρα αυτή. Κοίτα προς το δάσος. Τί βλέπεις;”
Το σαλιγκάρι έριξε το βλέμμα του πάνω στο μονοπάτι το οποίο ξεκινούσε από το δάσος κι έφτανε μέχρι την πέτρα. Κι έτσι όπως έπεφτε επάνω του ο ήλιος…είδε…. Κάτι να γυαλίζει! Μια μακριά ασημένια κλωστή που ξεκινούσε από το δάσος κι έφτανε μέχρι το σημείο που είχε συναντηθεί με την κουκουβάγια.. Και μετά η γραμμή κοβόταν απότομα.
“Τί είναι αυτή η ασημένια γραμμή;” απόρησε το σαλιγκάρι.
“Είναι η πορεία σου! Κοίτα πόσο δρόμο έκανες μόνος σου, με την δική σου προσπάθεια. Κοίτα πως η διαδρομή σημαδεύτηκε από την γραμμή που άφησες πίσω σου.. Δεν είναι όμορφη αυτή η ασημένια γραμμή; Είναι δική σου. Εσύ την δημιούργησες. Και τώρα κοίτα την πορεία σου από την πέτρα ως εδώ.. Δεν φαίνεται να έχεις διανύσει αυτή την απόσταση. Δεν έχει τίποτα που να θυμίζει πως πέρασες αυτόν τον δρόμο. Γιατί τον διάνυσες άκοπα, επάνω στα φτερά μου. Αυτό ήθελα να σου δείξω. Και τώρα πάμε στην πόλη, σε έφερα στον προορισμό σου.” είπε η κουκουβάγια και ξεκίνησε.
“Σταμάτα! Δεν θέλω να με πας στην πόλη.” είπε το σαλιγκάρι.
“Άλλαξες γνώμη;”
“Όχι! Στην πόλη θα πάω, αλλά θα πάω μόνος μου! Θέλω να με πας πίσω στην πέτρα που συναντηθήκαμε.” είπε ο ταξιδιώτης και η κουκουβάγια ακολούθησε την επιθυμία του..
Τον πήγε πίσω στην πέτρα και τον αποχαιρέτησε εγκάρδια.
“Καλό δρόμο φίλε μου! να προσέχεις!” του είπε.
“Σε ευχαριστώ για όλα!” απάντησε το σαλιγκάρι και συνέχισε την αργή του πορεία προς την πόλη.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ αν έφτασε στον προορισμό του. Κανείς δεν έμαθε ποτέ , γιατί ήταν τόσο σημαντικό για ένα σαλιγκάρι να φτάσει στην πόλη.. Αυτό που όλοι είδαν και συνεχίζουν να βλέπουν αιώνες τώρα… είναι αυτές οι λεπτές ασημένιες πολύτιμες κλωστές που δείχνουν πως από αυτόν τον κόσμο πέρασαν ονειροπόλα πεισματάρικα σαλιγκάρια!

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Δύση και Ανατολή




Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ζούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι δεκαοχτώ χρονών και το κορίτσι δεκαέξι Το αγόρι δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο, και το κορίτσι δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο. 'Ένα μοναχικό και συνηθισμένο αγόρι κι ένα μοναχικό και συνηθισμένο κορίτσι, σαν αυτά που υπάρχουν παντού. Ωστόσο πιστεύουν ακράδαντα πως κάπου σ' αυτό τον κόσμο υπάρχει ένα κορίτσι η ένα αγόρι, που τους ταιριάζει 100%. Ναι, πιστεύουν σ' ένα θαύμα. Κι αυτό το θαύμα ήρθε.
Μια μέρα οι δυο τους συναντιούνται τυχαία στη γωνία κάποιου δρόμου.
«Απίστευτο» λέει το αγόρι στο κορίτσι, «σ' έψαχνα παντού! Είτε το πιστεύεις είτε όχι, είσαι για μένα το 100% κορίτσι».
Και το κορίτσι απαντάει: «Κι εσύ είσαι για μένα το 100% αγόρι. Ακριβώς όπως το είχα φανταστεί. Είναι σαν όνειρο».
Οι δυο τους κάθονται σ' ένα παγκάκι του πάρκου, κρατιούνται απ' το χέρι και μιλάνε συνέχεια, χωρίς να βαριούνται. Δεν είναι πια μόνοι. Βρήκαν το 100% ταίρι τους κι αυτό τους βρήκε επίσης, Το να βρεις το 100% ταίρι σου και να σε βρει και κείνο, είναι κάτι εντελώς ασυνήθιστο, ένα θαύμα του κόσμου.
Αλλά τις καρδιές τους τις σκιάζει μια μικρή, πολύ μικρή αμφιβολία. Είναι δυνατόν το όνειρό τους να εκπληρώθηκε τόσο απλά; Σ' ένα διάλειμμα της συζήτησης, λέει το αγόρι:
«Ας κάνουμε μια δοκιμή. Αν είμαστε 100% φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, σίγουρα κάπου κάποτε θα ξανασυναντηθούμε. Την επόμενη φορά θα ξέρουμε πως είμαστε 100% προορισμένοι ο ένας για τον άλλο, και θα παντρευτούμε αμέσως. Συμφωνείς;
«Συμφωνώ» απάντησε το κορίτσι.
Κι έτσι χώρισαν. Ο ένας στη Δύση κι ο άλλη στην Ανατoλή. Στην πραγματικότητα όμως ήταν εντελώς περιττό να βάλουν τη μοίρα τους σε δοκιμασία. Δεν έπρεπε να το κάνουν. Ήταν προορισμένοι 100% ο ένας για τον άλλο. Η αγάπη τους ήταν ένα θαύμα, Επειδή όμως ήταν ακόμα πολύ νέοι, δεν μπορούσαν να το ξέρουν. Κι έτσι παρασύρθηκαν από το αδιάκοπο, ανελέητο κύμα της μοίρας.
Μια μέρα του χειμώνα, αρρώστησαν κι οι δυο από μια επιδημία γρίπης, που ήταν εκείνη τη χρονιά σε έξαρση. Για πολλές βδομάδες πάλευαν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κι όταν πια έγιναν καλά, όλη η προηγούμενη ζωή τους είχε σβηστεί από τη μνήμη τους. Πώς να το πω, όταν ξύπνησαν και πάλι, τα κεφάλια τους είχαν αδειάσει, σαν τον Koυμπαρά του νεαρού Ντ. Χ. Λώρενς.
Όμως, επειδή αυτός ήταν ένα έξυπνο και καρτερικό αγόρι, κι εκείνη ένα έξυπνο και καρτερικό κορίτσι, δούλεψαν σκληρά, ξαναπόκτησαν συνείδηση και αισθήματα κι επέστρεψαν με επιτυχία στην κοινωνία. Ναι, μά το Θεό, ήταν πραγματικά σωστοί πολίτες. Ήξεραν σε ποιους σταθμούς έπρεπε να κατέβουν στο μετρό και πώς να στείλουν ένα γράμμα εξπρές στο ταχυδρομείο. Αγαπούσαν κιόλας, πότε 75% , πότε 85%.
Το αγόρι είχε γίνει πια 32 χρονών και το κορίτσι 30 χρονών. Τα χρόνια είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβουν.
Κι ένα όμορφο πρωινό του Απρίλη, το αγόρι πάει από τη Δύση στην Ανατολή από έναν μικρό παράπλευρο δρόμο στο Χαραγιούκου, για να πιει έναν καφέ, και το κορίτσι, πηγαίνοντας ν' αγοράσει γραμματόσημα για ένα γράμμα εξπρές, παίρνει τον ίδιο δρόμο από την Ανατολή στη Δύση. Στα μισά του δρόμου διασταυρώνονται Για μια στιγμή αστράφτει στις καρδιές τους η αδύναμη λάμψη της χαμένης μνήμης. Το στήθος τους βροντοκοπάει. Και ξέρουν.
Αυτή είναι για μένα το 100% κορίτσι.
Αυτός είναι για μένα το 100% αγόρι.
Όμως η λάμψη της ανάμνησης είναι πολύ αδύναμη, η γλώσσα τους δεν έχει πια τη διαύγεια που είχε πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Κι οι δυο τους, χωρίς να πουν λέξη, περνούν ο ένας δίπλα στον άλλο και χάνονται μέσα στο πλήθος, για πάντα.
Η ιστορία αυτή, μας μαθαίνει να αγαπάμε κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία. Ένα σ'αγαπώ, μια αγκαλιά, ένας ψίθυρος αγάπης είναι  καλύτερα να τα δίνουμε απλόχερα σε όλους όσους είναι δίπλα μας. 

Χαρούκι Μουρακάμι

Σχόλιο: Η ιστορία αυτή, μας μαθαίνει να αγαπάμε κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία. Ένα σ'αγαπώ, μια αγκαλιά, ένας ψίθυρος αγάπης είναι  καλύτερα να τα δίνουμε απλόχερα σε όλους όσους είναι δίπλα μας.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Το κουτί με τα δώρα

 


Μ 'αρέσει η σκέψη πως την ημέρα που 

γεννιέται κανείς, του χαρίζουν τον κόσμο σαν

δώρο γενεθλίων. Ένα υπέροχο κουτί με 

εξαίσιες κορδέλες! Μερικοί δεν κάνουν τον 

κόπο ούτε τις κορδέλες να λύσουν, όχι

ν' ανοίξουν το κουτί.

Κι όσοι το ανοίγουν περιμένουν να βρουν

μέσα μόνο το Θαύμα, την Ομορφιά, την 

Έκσταση. Ξαφνιάζονται που υπάρχει στη

Ζωή και ο Πόνος και η Απελπισία, η Μοναξιά

και η Σύγχυση. Κι όμως είναι όλα μέρος της 

Ζωής. Δεν ξέρω για σας, όμως εγώ δεν θέλω 

να χάσω τη ζωή. Θέλω να μάθω το κάθε

πραγματάκι που έχει μέσα το κουτί.

Αυτό το μικρό κουτί λέγεται Πόνος. Τι να 

κάνουμε, δικό μου είναι κι αυτό, θ ανοίξω 

λοιπόν τον Πόνο και θα γνωρίσω τον Πόνο.

Κι αυτό το μικρό πακετάκι λέγεται Μοναξιά.

Ξέρετε τι συμβαίνει όταν ανοίγω το πακετάκι

που λέγεται Μοναξιά; Γνωρίζω τη Μοναξιά

Κι όταν μου λες ''Νοιώθω μοναξιά'', μπορώ

να καταλάβω λιγάκι τη Μοναξιά σου και 

μπορούμε να καθίσουμε μαζί και να

κρατήσουμε ένας το μοναχικό χέρι του 

αλλού. 

Θέλω να τα γνωρίσω όλα τα πράγματα μέσα

στο κουτί. Γιατί ξέρω ότι έτσι θα γνωρίσω και

την Έκσταση. Βρίσκεται εκεί και θα τη βρώ. 


Ξέρω ότι μπόρεσα να μετατρέψω τον Πόνο

σε Χαρά. Κι εσύ μπορείς να το κανείς αυτό. 

Μπόρεσα να πάρω την Αγωνία και να την

κάνω Αλήθεια. Κι εσύ μπορείς να το κανείς

αυτό.

Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορώ να το κάνω

εγώ και να μη μπορείς να το κανείς εσύ. Δεν 

είμαι υπεράνθρωπος. Ότι μπορώ εγώ το 

μπορείς κι εσύ. Και πολλά πράγματα μπορείς

να τα κανείς καλύτερα.

Αν δεν τα έχεις, δεν είναι γιατί δεν τα έχεις. 

Είναι γιατί δεν προσπαθείς γι αυτά. 

Βρίσκονται εδώ και είναι δικά σου. 

Έχουμε τη μαγική ικανότητα να 

μετατρέψουμε την Απελπισία σε Ελπίδα.

Μπορούμε να σκουπίσουμε τα δάκρυα και 

να τα αντικαταστήσουμε με χαμόγελα.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Η δύναμη της συλλογικής προσπάθειας



Ένας κόκκινος σκίουρος, ρώτησε κάποτε 

μια σοφή κουκουβάγια ποιο ήταν το 

βάρος μιας χιονονιφαδας. 

Τίποτα περισσότερο από το τίποτα, 

απάντησε η κουκουβάγια. Η σοφία σου 

σεβαστή αγαπητή μου, όμως σου λείπει η 

εμπειρία, λέει ο σκίουρος και μ'αυτη την 

αφορμή της διηγήθηκε ένα περιστατικό 

που του συνέβη σε κάποιο χειμώνα της 

ζωής του. ...Ήμουνα ξαπλωμένος σ'ενα 

κλαδί και μετρουσα τις χιονονιφαδες που

 έρχονταν να καθίσουν απαλά και ήσυχα 

πάνω στο κλαδί κάνοντας μου παρέα...1,

 2, 50, 100,........ 1.143.999 νιφάδες μέτρησα

 και με το που κάθεται η επόμενη σπάει το

 κλαδί και πέφτω μέσα στη παγωμένη

 λίμνη. Ακόμα θυμάμαι τι τράβηξα για να

 γλιτώσω από το πνιγμό κι ύστερα μου 

λες εσύ " τίποτα περισσότερο απ'το 

τίποτα ".

Οι καθημερινές ατομικές προσπάθειες του

 καθενός για την επικράτηση και διάδοση 

της αγάπης και της δικαιοσύνης μπορεί 

να μη ξεπερνούν το βάρος μιας 

χιονονιφαδας. 


Αλλά με τη συσσώρευση όλων των

 χιονονιφαδων μας μαζί, θα είμαστε σε 

θέση τελικά να σπάσουμε το σκληρό κλαδί

 του μίσους και της αδικίας στο κόσμο

 που ζούμε.


Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Τα μπισκότα



Μια νεαρή κυρία περίμενε την πτήση της στην αίθουσα αναμονής ενός μεγάλου αερολιμένα. Επειδή έπρεπε να περιμένει πολλές ώρες, αποφάσισε να αγοράσει ένα βιβλίο για να περάσει η ώρα. Αγόρασε επίσης κι ένα πακέτο μπισκότα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα, στην αίθουσα VIP του αερολιμένα, για να διαβάσει με ησυχία. Δίπλα από την πολυθρόνα βάζει τα μπισκότα της, ενώ ένας άνδρας που κάθισε στο διπλανό κάθισμα, άνοιξε το περιοδικό του και άρχισε να διαβάζει.
Όταν πήρε το πρώτο μπισκότο, ο άνδρας πήρε κι αυτός άλλο ένα.
Αισθάνθηκε ενοχλημένη αλλά δεν είπε τίποτα. Σκέφτηκε:
“Τι νεύρα έχω! Εάν ήμουν σε κατάλληλη διάθεση θα τον χτυπούσα που τόλμησε!”
Για κάθε μπισκότο που έπαιρνε, ο άνδρας έπαιρνε κι αυτός άλλο ένα.
Αυτό την εξαγρίωνε αλλά δεν θέλησε να κάνει σκηνή. Όταν έμεινε μόνο ένα μπισκότο, σκέφτηκε: «Ααα… Τι θα κάνει αυτός ο καταχραστής τώρα;”
Τότε, ο άνδρας, παίρνει το τελευταίο μπισκότο, το κόβει στη μέση, δίνοντας της το ένα μισό. Ααα! Αυτό ήταν πάρα πολύ
Ήταν πολύ πάρα πολύ θυμωμένη τώρα!
Σε μια στιγμή, πήρε το βιβλίο της, τα πράγματά της και όρμησε στην αίθουσα επιβίβασης. Όταν κάθισε στο κάθισμά της, μέσα στο αεροπλάνο, έψαξε την τσάντα της για να πάρει τα γυαλιά της, και, προς μεγάλη της έκπληξη, το πακέτο με τα μπισκότα της ήταν εκεί, άθικτο, κλειστό! Αισθάνθηκε τόσο ντροπιασμένη!! Συνειδητοποίησε ότι έκανε λάθος…
Είχε ξεχάσει ότι τα μπισκότα της δεν τα είχε βγάλει από την τσάντα της.
Ο άνδρας είχε μοιραστεί τα μπισκότα του μʼ αυτήν, χωρίς κανένα συναίσθημα θυμού ή πίκρας. … ενώ αυτή ήταν πολύ θυμωμένη, σκεπτόμενη ότι μοιραζόταν τα μπισκότα της μʼ αυτόν.
Και τώρα δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να εξηγήσει… ούτε να ζητήσει συγγνώμη.”

Υπάρχουν 4 πράγματα που δεν μπορείτε να ανακτήσετε.

Η πέτρα… … αφού ριχθεί!
Η λέξη… … αφού ειπωθεί!
Η ευκαιρία… … αφού χαθεί!
Ο χρόνος… … αφού περάσει!

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

O φίλος και η άμμος



Κάποια στιγμή τσακώθηκαν και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο.
Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:


ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ.


Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί και ο φίλος του τον έσωσε.
Όταν συνήλθε, έγραψε πάνω σε μια πέτρα:


ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ.


Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή, τον ρώτησε : όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο, και τώρα έγραψες πάνω στην πέτρα. Γιατί;
Ο άλλος φίλος απάντησε : «όταν κάποιος μας πληγώνει, πρέπει να το γράφουμε στην άμμο, όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν. Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, πρέπει να το χαράζουμε στην πέτρα, όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».


Μαθε να γραφεις τα τραυματα σου στην αμμο...
Kαι να χαραζεις τις χαρες σου στην πετρα...

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Το κύμα



Ήταν ένα μικρό κύμα, πολύ λυπημένο και που μονολογούσε: «πόσο δυστυχισμένο είμαι… τα άλλα κύματα είναι τόσο μεγάλα και δυνατά και εγώ είμαι τόσο μικρό και ασήμαντο… γιατί να είναι η ζωή τόσο σκληρή;» 

Ένα μεγάλο κύμα που βρισκόταν εκεί κοντά, το άκουσε και αποφάσισε να του απαντήσει: «Τα λες αυτά διότι δεν έχεις κατανοήσει την πραγματική σου φύση. Νομίζεις ότι είσαι ένα κύμα και νομίζεις ότι είσαι μικρό και ασήμαντο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είσαι τίποτα από τα δύο» 
Ξαφνιασμένο το μικρό κύμα απαντά: «Πως;! Δεν είμαι κύμα;! Μα, δεν βλέπεις τον κυματισμό μου; Δεν βλέπεις τα απόνερά μου; Αν και μικρό, είναι κύμα! Τι εννοείς λέγοντας ότι δεν είμαι κύμα;» 
Ήρεμα το μεγάλο κύμα αποκρίνεται: «Αυτό που καλείς ʽκύμαʼ δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσωρινή μορφή σου. Στην πραγματικότητα, δεν είσαι τίποτε άλλο παρά νερό! Όταν κατανοήσεις την βάση της φύσης σου, θα απαλλαχθείς από την μιζέρια σου και θα δεις ότι εγώ είμαι εσύ, εσύ είσαι εγώ, και οι δύο είμαστε κομμάτι του ιδίου Όλου»

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Οι επιθυμίες των άλλων



Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας καλός πατέρας με τις δύο κόρες του που υπεραγαπούσε εξίσου.
Μεγάλωσαν γρήγορα με τη σωστή καθοδηγησή του και όταν ήρθε η ώρα να παντρευτούν, η μια διάλεξε ένα γεωργό και η άλλη έναν αγγειοπλάστη.

Πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια και ο καλός πατέρας αποφάσισε να πάει να επισκεφτεί τις κόρες τους στα νοικοκυριά τους.

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στο σπίτι της γυναίκας του Γεωργού.
-Πως είναι κόρη μου η ζωή σου; Είσαι ευτυχισμένη;
-Απ' όλα τα καλά έχω πατέρα και ο άντρας μου με αγαπά. Το μόνο που θα 'θελα είναι να ρίξει μια βροχή να ποτίσει τα χωράφια που έχουμε φυτέψει τους σπόρους και περιμένουμε να μεγαλώσουν τα σπαρτά. Αν μ'αγαπάς πατέρα, βροχή να εύχεσαι για μένα!

Ο πατέρας έφυγε χαρούμενος και στο μυαλό του είχε μονάχα μια ευχή: Να βρέξει για το καλό της κόρης του και του γαμπρού του.

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στο σπίτι της γυναίκας του Αγγειοπλάστη.
-Πως είναι κόρη μου η ζωή σου; Είσαι ευτυχισμένη;
-Απ' όλα τα καλά έχω πατέρα και ο άντρας μου με αγαπά. Το μόνο που θα 'θελα είναι να έχει καλοκαιρία τις επόμενες μέρες γιατί έχουμε πλάσει ένα σωρό αγγεία και περιμένουμε να στεγνώσουν για να τα μοσχοπουλήσουμε. Αν μ'αγαπάς πατέρα, ήλιο να εύχεσαι για μένα!

Και τώρα;
Τι να ευχηθεί ο δύστυχος πατέρας...

Aυτή η ιστορία μας δίνει ένα πολύτιμο μάθημα. Η πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορούμε να τους ικανοποιούμε όλους την ίδια στιγμή και ότι όλοι μπορεί να επιθυμούν κάτι διαφορετικό την ίδια στιγμή για να είναι ευτυχισμένοι. Εμείς όμως πρέπει να δούμε τον εαυτό μας και το τι αρέσει και ικανοποιεί εμάς τους ίδιους. Βάλτε προτεραιότητα εσάς και  η ευτυχία για τους γύρω σας θα έρθει. 

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

To κουφό βατράχι






Τα βατραχάκια αποφάσισαν να κάνουν 

μεταξύ τους αγώνα για το ποιο θα καταφέρει 

να φτάσει την κορυφή του πιο ψηλού βουνού.

Όλα τα ζώα του δάσους μαζεύτηκαν να

 παρακολουθήσουν από περιέργεια αφού 

ήταν σίγουρα πως κανένας βάτραχος δεν θα

 άντεχε να σκαρφαλώσει στο βουνό.

Ο αγώνας ξεκίνησε κι οι αμφιβολίες των 

θεατών γινόταν όλο και πιο έντονες.

-Μπα δεν θα τα καταφέρουν.

-Όπου να ναι θα αρχίσουν να κουράζονται.

Πράγματι μετά από λίγο ένα ένα τα 

βατραχάκια άρχισαν να εγκαταλείπουν.

Ακόμη και τα λίγα πουσυνέχιζαν δέχονταν τον

 χλευασμό από τα υπόλοιπα ζώα.

Οι δυνάμεις τους τα είχαν προδώσει και στο 

τέλος μόνο έμεινε να αγωνίζεται και ως εκ 

θαύματος έφτασε στην κορυφή.

Τα υπόλοιπα ζώα έκπληκτα έτρεξαν να το 

συγχαρούν και τότε μόνο κατάλαβαν πως 

ήταν κουφό.


Καμιά φορά πρέπει να κλείνουμε τα αυτιά 

μας για να πάμε μπροστά.