Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Η πολύτιμη συμβουλή




Ήταν μια φορά ένα παλικάρι πολύ μα πολύ λυπημένο. Βάσανα και δυστυχία είχε γνωρίσει από μικρό παιδί και οι λύπες του δεν έλεγαν να τελειώσουν.
Ένα πρωί, εκεί που βάδιζε συλλογισμένο, άκεφο κι απελπισμένο, βλέπει μια γερόντισσα να δυσκολεύεται πολύ να περπατήσει. Το παλικάρι δεν έχασε καιρό. ΄Ετρεξε κοντά να τη βοηθήσει.
- Από καρδιάς σʼ ευχαριστώ, παιδί μου! ξανάσανε η γερόντισσα. Δώσʼ μου το χέρι σου να στηριχτώ, να φτάσουμε μαζί ως το κονάκι μου, κι εγώ, εκτός απʼ την ευχή μου, έχω γιʼ αντάλλαγμα και κάτι ακόμα να σου δώσω.
- Μα δε χρειάζομαι αντάλλαγμα, χαμογέλασε το παλικάρι και για λίγο ξέχασε τη θλίψη του.
- Αυτό που θα σου δώσω εγώ σίγουρα το χρειάζεσαι, απάντησε η γερόντισσα. Είναι μια συμβουλή, που θαρρώ θα σου σταθεί πολύτιμη.
Περπάτησαν λοιπόν μαζί αργά μα σταθερά κι έφτασαν στο κονάκι.
- Κόπιασε μέσα! κάλεσε η γερόντισσα το παλικάρι σαν άνοιξε την πόρτα. Θέλω πρώτα να μου πεις για τη ζωή σου κι έπειτα θα σου δώσω τη συμβουλή που σου ʼταξα.
΄Ετσι το παλικάρι μπήκε, κάθισε κοντά της, διηγήθηκε τις λύπες και τα βάσανα που το είχαν βρει ως τότε και της μίλησε για τη μαυρίλα που είχε στην ψυχή.
Η γερόντισσα δεν είπε λέξη. Μόνο σηκώθηκε κι έβαλε στη φωτιά ένα τσουκάλι με νερό να βράσει. ΄Επειτα έψαξε και βρήκε ένα καρότο, ένα αυγό και λίγο τσάι του βουνού. Kόχλασε το νερό, έριξε στο τσουκάλι το καρότο και το άφησε να καλοβράσει. ΄Επειτα το έβγαλε, έριξε στο βραστό νερό το αυγό και το άφησε ώρα αρκετή να βγει σφιχτό. Στο τέλος, έβρασε ξανά λίγο νερό, σʼ ένα μπρίκι τούτη τη φορά, κι έριξε το τσάι του βουνού.
-΄Ελα και πες μου! είπε ύστερα στο παλικάρι. Τι ακριβώς βλέπεις εδώ;
- Βλέπω ένα καρότο που έχει καλοβράσει κι ένα αυγό σφιχτό, της αποκρίθηκε.
- Σωστά! Και τι μυρίζει;
- Μοσχοβολάει τσάι του βουνού! ανάσανε μʼ ευχαρίστηση το παλικάρι.
-΄Ακου, λοιπόν! του είπε η γερόντισσα. Οι λύπες και οι στενοχώριες μοιάζουν με νερό που βράζει. Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν δυνατοί και θαρραλέοι, μα σαν τους βρουν αναποδιές και δυστυχίες, λες και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το καρότο, που μαλακώνει εκεί μέσα και διόλου δύναμη δε δείχνει να του έχει απομείνει όταν βγει.
»΄Αλλοι πάλι είναι σαν το αυγό. Μέσα τους δείχνουν να είναι αδύναμοι και μόνο ένα τσόφλι έχουν απʼ έξω να τους προστατεύει. Μα, όταν έρθουν δύσκολοι καιροί κι αντάρες, λες και πέφτουν στο βραστό νερό όπως τʼ αυγό, που γίνεται σκληρό. ΄Ετσι σκληροί γίνονται μέσα τους κι εκείνοι, ίδια σκληρή και η καρδιά τους.
»Είναι όμως κι άλλοι που θυμίζουν τούτο δω το τσάι. ΄Οταν τους βρίσκουν βάσανα και λύπες, είναι κι εκείνοι σαν να πέφτουν σε βραστό νερό. Μα ούτε σκληραίνουν, ούτε διαλύονται. Μόνο μεταβάλλουν το νερό σε τσάι του βουνού. Και χαίρονται κι ευφραίνονται με τη μοσχοβολιά του όσοι βρίσκονται κοντά. Με άλλα λόγια, έχουν τη δύναμη να μεταλλάζουνε τις λύπες και τις στενοχώριες τους σε γνώση, καλοσύνη και χαρά - και για τους ίδιους και για και τους δικούς τους.
»Εσύ λοιπόν με ποιο από τα τρία θαρρείς άραγε πως μοιάζεις; Με το καρότο, με το αυγό ή με το τσάι του βουνού;»
Το παλικάρι δεν ήξερε να πει.
- Σκέψου με την ησυχία σου τα λόγια μου, συμβούλεψε η γερόντισσα. Εγώ τούτο μονάχα έχω να σου πω πριν σʼ αποχαιρετήσω: Τη μέρα που γεννήθηκες έκλαιγες σαν όλα τα μωρά, μα όλοι γύρω σου γελούσαν από ευτυχία. Ζήσε τώρα τη ζωή που ʼχεις μπροστά σου, μʼ όλες τις λύπες κι όλες τις χαρές που θα σου φέρει, με τέτοιο τρόπο που, όταν έρθει η ώρα σου να φύγεις απʼ αυτόν τον κόσμο, εσύ να είσαι ήρεμος και χαμογελαστός, μα οι άλλοι να λυπούνται, γιατί χάνουν ένα σπάνιο άρωμα που ομόρφαινε για χρόνια τη ζωή τους. Πήγαινε τώρα στο καλό και μη ξεχνάς τη συμβουλή μου!

- Δε θα την λησμονήσω, υποσχέθηκε το παλικάρι.

Και συνέχισε το δρόμο του.

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Αλάτι, νερό και η λίμνη




Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας σοφός γέροντας δάσκαλος. Είχε βαρεθεί να ακούει τον μαθητή του να παραπονιέται συνεχώς έτσι μια μέρα αποφάσισε να τον στείλει να του φέρει λίγο αλάτι.
Όταν εκείνος γύρισε πίσω, ο δάσκαλός του είπε να ρίξει μια γερή δόση σε ένα ποτήρι και μετά να το πιει.

«Τι γεύση έχει;» ρώτησε ο δάσκαλος.

«Πικρή» είπε ο μαθητής.

Τότε ο δάσκαλος είπε στο νεαρό να πάρει άλλη μια χούφτα αλάτι και μετά να το ρίξει στην κοντινότερη λίμνη. Ο μαθητής έκανε ότι του είπε. Έπειτα ο δάσκαλος του είπε να το δοκιμάσει πίνοντας από το νερό της λίμνης και τον ξαναρώτησε τι γεύση έχει.

«Γεύση φρεσκάδας» απάντησε ο μαθητής.

«Το αλάτι το ένιωσες καθόλου;» ρώτησε ο δάσκαλος.

«Όχι» απάντησε ο νέος.

Στο σημείο αυτό ο δάσκαλος έπιασε τα χέρια του μαθητή και του είπε:

«Ο πόνος στη ζωή μας είναι σαν το καθαρό αλάτι.Η ποσότητα του πόνου παραμένει η ίδια.Όμως η ποσότητα της πίκρας που δοκιμάζουμε, εξαρτάται κάθε φορά από το δοχείο μέσα στο οποίο βάζουμε τον πόνο.

Έτσι, το μόνο πράγμα που έχεις να κάνεις όταν υποφέρεις είναι να διευρύνεις την αίσθηση των πραγμάτων…
Πάψε να είσαι το ποτήρι.
Γίνε η λίμνη!»
Όλοι έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι ο δικός μας πόνος πονάει πιο πολύ. Κι όταν πονάμε γινόμαστε ακόμα περισσότερο το κέντρο του κόσμου. Ο εγωισμός αυξάνεται πόσο μάλλον όταν είναι και δικαιολογημένος… Αυτό και μόνο του επιτρέπει να βγει έξω να διαδηλώσει με σημαίες και με ταμπούρλα….

Και ποιο το αποτέλεσμα;
Ο πόνος αυξάνεται διότι ως γνωστόν σε ότι εστιαζόμαστε δε συρρικνώνεται αλλά μεγεθύνεται. Όσο μικρότερο το ποτήρι, τόσο μεγαλύτερος ο πόνος. Όσο πιο κοντινή η απόσταση απ’ όπου τον βιώνουμε, τόσο πιο απέραντος μοιάζει.

Αν όμως βυθίσουμε τον πόνο μας στη απύθμενη λίμνη του πανανθρώπινου πόνου και μετά κοιτάξουμε τη λίμνη από το απέναντι βουνό θα συνεχίσει να έχει την ίδια ένταση, την ίδια σημαντικότητα και το ίδιο βάθος;

Μια δοκιμή θα μας πείσει.



Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Μόνον όταν μοιράζεσαι…





Αν παρακολουθήσει κανείς τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων στα κανάλια εθνικής εμβέλειας, θα νομίζει ότι ζούμε σε μια χώρα βίας. Πολλά από τα θέματα που μεταδίδονται επικεντρώνονται στο αστυνομικό δελτίο, το οποίο εκ των πραγμάτων περιλαμβάνει δυσάρεστα γεγονότα: από κλοπές και ληστείες μέχρι δολοφονίες. Όχι ότι πρέπει τα ΜΜΕ και οι πολίτες να κλείνουν τα μάτια στην οδυνηρή αυτή πραγματικότητα. Όχι ότι πρέπει να την αγνοούμε. Αλλά δεν είναι μόνον έτσι ο κόσμος. Η κοινωνία δεν έχει μόνο αυτή την όψη. Η Ελλάδα της κρίσης δεν περιέχει μόνον «κανιβαλισμό» και βία. Δεν είναι μια χώρα φόβου, όπως θέλουν, ίσως, κάποιοι να την παρουσιάζουν. Αυτά συνέβαιναν και παλαιότερα και, δυστυχώς, συμβαίνουν και σήμερα. Άλλωστε, επακόλουθα της κρίσης είναι η ανεργία και η φτώχεια, που αποτελούν παράγοντες αύξησης της εγκληματικότητας. Αλλά δεν μπορεί να χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας. Απλώς, στην... κοινωνία του θεάματος, έτσι όπως εκφράζεται μέσα από τα τηλεοπτικά δελτία, τα θέματα αυτά έχουν κυρίαρχη θέση.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια άλλη Ελλάδα, πιο δυνατή, που ίσως να μην τη γνωρίζουν όσοι έχουν σαν μοναδικό παράθυρο στον... κόσμο την τηλεοπτική οθόνη.
Είναι η Ελλάδα της αλληλεγγύης που εξαπλώνεται με γρήγορους ρυθμούς απ' άκρη σ' άκρη της χώρας μας και αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, απάντηση στα αδιέξοδα της σημερινής εποχής.
Είναι τα συσσίτια, τα κοινωνικά ιατρεία, τα κοινωνικά παντοπωλεία, τα ανταλλακτικά παζάρια που συγκροτούν μιαν άλλη κοινωνία, η οποία μυείται στο «εμείς» και όχι στο «εγώ». Οι συνελεύσεις γειτονιών, που προτάσσουν την αυτοδιαχείριση και αλληλεγγύη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κάνουν τον κόσμο πιο όμορφο με τις παρεμβάσεις και τις δράσεις τους. Είναι μια Ελλάδα, την οποία πολλοί βιώνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Είτε ως πάροχοι είτε ως δέκτες βοήθειας.
Είναι όμως και κάτι ακόμη, που διατηρείται δεκαετίες τώρα. Η συνοχή των ανθρώπων σε μικρές κοινωνίες. Όταν, για παράδειγμα, σε χωριά της Ελλάδας οι άνθρωποι, που ασχολούνται με τη γεωργία και κατοικούν στην ίδια γειτονιά, δίνουν ο ένας στον άλλον προϊόντα που παράγουν στο πλαίσιο μιας κοινοτικής αντίληψης που υπήρχε και σε πολύ πιο δύσκολες εποχές.
Τώρα, το ζητούμενο μπορεί να είναι η επιστροφή της ευημερίας, χωρίς, ωστόσο, τα λάθη του παρελθόντος και τις ψεύτικες υποσχέσεις. Χωρίς πελατειακές σχέσεις και εξαρτήσεις που δεν αρμόζουν σε ελεύθερους ανθρώπους. Χωρίς αδικίες αλλά και λαϊκισμό, από τον οποίο «χορταίνουμε» και σήμερα.
Το δρόμο δείχνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που προσφέρουν στους άλλους, ανιδιοτελώς αλλά και με αγάπη. Γιατί, όπως έλεγε και ο αείμνηστος γιατρός Κωστής Νικηφοράκης, ο κόσμος υπάρχει μόνον όταν μοιράζεσαι.

_____

Του ΓΙΑΝΝΗ ΛΥΒΙΑΚΗ

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

To ρόδο του Παράκελσου




Στο εργαστήρι του, που έπιανε τα δυο δωμάτια του υπογείου,
ο Παράκελσος παρακάλεσε το θεό του, τον ακαθόριστο θεό του, έναν οποιοδήποτε θεό, να του στείλει ένα μαθητή.
Βράδιαζε. Η χλωμή φωτιά του τζακιού έριχνε στον τοίχο ακανόνιστους ίσκιους. Τού ’κανε μεγάλο κόπο να σηκωθεί για ν’ ανάψει τη σιδερένια λάμπα. Ο Παράκελσος, αφηρημένος απ’ την κούραση, λησμόνησε την προσευχή του. Η νύχτα είχε σβήσει τους σκονισμένους άμβικες και την κάμινο, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Μισοκοιμισμένος, σηκώθηκε, ανέβηκε τη μικρή στριφογυριστή σκάλα κι άνοιξε ένα απ’ τα θυρόφυλλα. Μπήκε ένας άγνωστος. Έδειχνε κι εκείνος πολύ κουρασμένος. Ο Παράκελσος τού ’δειξε έναν πάγκο• ο άλλος κάθισε και περίμενε. Για λίγο δεν αντάλλαξαν ούτε μια λέξη.
Ο δάσκαλος ήταν ο πρώτος που μίλησε.
-Θυμάμαι πρόσωπα της Δύσης και πρόσωπα της Ανατολής, είπε, όχι χωρίς μια κάποια έπαρση. Το δικό σου όμως πρόσωπο δεν το θυμάμαι. Ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα;
-Τ’ όνομά μου δεν έχει σημασία, αποκρίθηκε ο άλλος. Ταξίδεψα τρεις μέρες και τρεις νύχτες για νά ’ρθω στο σπίτι σου. Θέλω να γίνω μαθητής σου. Σού ’φερα όλα μου τα υπάρχοντα.
Έβγαλε ένα πουγκί και τ’ άδειασε με το δεξί του χέρι πάνω στο τραπέζι. Πολλά χρυσά φλουριά κύλησαν από μέσα. Ο Παράκελσος τού ’χε γυρίσει την πλάτη για ν’ ανάψει τη λάμπα. Όταν στράφηκε ξανά προς το μέρος του, παρατήρησε πως το αριστερό χέρι του ξένου κρατούσε ένα ρόδο. Το ρόδο τον ανησύχησε.
Έσκυψε, ένωσε τις άκριες των δαχτύλων του και είπε:
-Ενώ πιστεύεις πως μπορώ να κατεργάζομαι τη λίθο που μετουσιώνει όλα τα στοιχεία σε χρυσό, έρχεσαι και μου προσφέρεις χρυσό. Όμως ο χρυσός δεν είναι αυτό που ζητάω, κι αν εσένα αυτό που σ’ ενδιαφέρει είναι ο χρυσός, δεν θα γίνεις ποτέ μαθητής μου.
-Ο χρυσός δε μ’ ενδιαφέρει, απάντησε ο άλλος. Δέξου ετούτα τα φλουριά σα μια απόδειξη της δίψας μου να μάθω. Θέλω να μου διδάξεις την Τέχνη. Θέλω στο πλευρό σου να διαβώ το δρόμο που οδηγεί στη Λίθο. Ο Παράκελσος είπε αργά:
-Ο δρόμος είναι η Λίθος. Η αφετηρία είναι η Λίθος. Αν δεν το καταλαβαίνεις αυτό, δεν έχεις αρχίσει ακόμα να καταλαβαίνεις. Κάθε βήμα που θα κάνεις είναι το τέρμα.
Ο άλλος τον κοίταξε δύσπιστα. Κι είπε, τονίζοντας τις λέξεις:
-Όμως, υπάρχει ένα τέρμα;
Ο Παράκελσος γέλασε.
-Οι εχθροί μου, που είναι τόσο πολλοί όσο κι ανόητοι, λένε πως όχι, δεν υπάρχει, και με αποκαλούν απατεώνα. Δεν τους δίνω δίκιο, κι όμως δεν αποκλείεται όλ’ αυτά να μην είναι παρά μια αυταπάτη. Αυτό που εγώ ξέρω είναι πως «υπάρχει» ένας Δρόμος.
Ύστερα από μια μικρή σιωπή, μίλησε ο άλλος:
-Είμαι έτοιμος να τον διαβώ μαζί σου, ακόμα κι αν μας πάρει χρόνια. Άφησέ με να διασχίσω την έρημο. Άφησέ με να διακρίνω έστω από μακριά τη Γη της Επαγγελίας, ακόμα κι αν τ’ άστρα δεν μ’ αφήσουν να την περπατήσω. Ωστόσο, θέλω μιαν απόδειξη πριν βγω σ’ αυτό το ταξίδι.
-Πότε; είπε ο Παράκελσος με ανησυχία.
-Τώρα αμέσως, είπε ο μαθητής με μια ξαφνική αποφασιστικότητα.
Στην αρχή η συζήτηση γινόταν στα λατινικά• τώρα, στα γερμανικά.
Ο νεαρός σήκωσε ψηλά το ρόδο.
-Λένε πως μπορείς να κάψεις ένα ρόδο, κι ύστερα, χάρη στην τέχνη σου, να το κάνεις να ξαναγεννηθεί απ’ τις στάχτες του. Άφησέ με να δω αυτό το μεγαλούργημα. Τούτο μόνο σου ζητώ, κι ύστερα θα σου χαρίσω τη ζωή μου ολάκερη.
-Είσαι πολύ εύπιστος, είπε ο δάσκαλος. Δεν έχω ανάγκη από ευπιστία• εγώ απαιτώ την πίστη. Ο άλλος επέμεινε.
-Μα ακριβώς επειδή δεν είμαι εύπιστος, θέλω να δω με τα ίδια μου τα μάτια τον αφανισμό και την ανάσταση του ρόδου. 
Ο Παράκελσος είχε πάρει το ρόδο στα χέρια του κι έπαιζε μ’ αυτό καθώς μιλούσε.
-Είσαι εύπιστος, είπε. Λες πως είμαι ικανός να το καταστρέψω;
-Καθένας είναι ικανός να το καταστρέψει, είπε ο μαθητής.
-Γελιέσαι. Μήπως θαρρείς πως μπορεί κανείς να εξαφανίσει οτιδήποτε; Θαρρείς πως ο πρωτόπλαστος Αδάμ στον Παράδεισο μπόρεσε να χαλάσει έστω κι ένα λουλούδι, έστω κι ένα χορταράκι;
-Δεν βρισκόμαστε στον Παράδεισο, είπε ο νεαρός πεισματωμένα. Εδώ, κάτω απ’ το φεγγάρι, όλα είναι θνητά. Ο Παράκελσος είχε σηκωθεί.
-Και πού αλλού νομίζεις τότε πως βρισκόμαστε; Θαρρείς πως ο Θεός μπορεί να πλάσει έναν τόπο, άλλο απ’ τον Παράδεισο; Ή μήπως νομίζεις πως η Πτώση είναι κάτι άλλο και όχι το ν’ αγνοούμε πως ακόμα βρισκόμαστε στον Παράδεισο;
-Ένα ρόδο μπορεί να καεί, είπε ο μαθητής προκλητικά.
-Έχει ακόμα φωτιά στο τζάκι, είπε ο Παράκελσος. Αν έριχνες αυτό το ρόδο στη χόβολη, θα πίστευες πως οι φλόγες το κατασπαράξανε και πως οι στάχτες του είναι αληθινές. Εγώ σου λέω πως το ρόδο είναι αιώνιο και πως μόνο η εμφάνισή του μπορεί ν’ αλλάξει. Μια λέξη μου θ’ αρκούσε να το ξαναδείς μπροστά σου.
-Μια λέξη; είπε έκπληκτος ο μαθητής. Η κάμινος είναι σβηστή κι οι άμβικες είναι σκεπασμένοι από σκόνη. Τι μπορείς να κάνεις για να το ξαναεμφανίσεις;
Ο Παράκελσος τον κοίταξε με θλίψη.
-Η κάμινος είναι σβηστή, επανέλαβε, κι οι άμβικες είναι σκεπασμένοι από σκόνη. Όμως εγώ, στη διάρκεια μιας μακριάς ημέρας, μεταχειρίζομαι κι άλλα σύνεργα.
-Δεν τολμάω να ρωτήσω ποια, είπε ο άλλος με πονηριά ή με ταπεινοσύνη.
-Μιλώ γι’ αυτόν που πήρε το Θεό στη δούλεψή του για να πλάσει τους ουρανούς και τη γη και τον αόρατο Παράδεισο, που μέσα του βρισκόμαστε και που μας τον κρύβει το προπατορικό αμάρτημα. Μιλώ για το Λόγο. Αυτόν που μας διδάσκει η Καββάλα.

Ο μαθητής είπε παγερά:
-Ταπεινά σ’ ικετεύω να μου δείξεις την εξαφάνιση και την επανεμφάνιση του ρόδου. Δε μ’ ενδιαφέρει αν θα το κάνεις με τα σύνεργα ή με το Λόγο.
Ο Παράκελσος σκέφτηκε λίγο. Ύστερα είπε:
-Αν τό ’κανα, θά ‘λεγες πως πρόκειται για μια οπτασία που σου την επέβαλε η μαγεία των ματιών σου. Το θαύμα δεν θα σου δώσει την πίστη που γυρεύεις. Ξέχασε λοιπόν το ρόδο.
Ο νεαρός τον κοίταξε, πάντα καχύποπτος. Ο δάσκαλος ύψωσε τη φωνή και του είπε:
-Στο κάτω κάτω, ποιος είσ’ εσύ που μπαίνεις έτσι στο σπίτι ενός δασκάλου κι απαιτείς απ’ αυτόν ένα μεγαλούργημα; Τι έχεις κάνει για να σου αξίζει ένα τέτοιο δώρο;
Ο άλλος του αποκρίθηκε, τρέμοντας:
-Ξέρω καλά πως δεν έχω κάνει τίποτα. Στο ζητάω στ’ όνομα όλων αυτών των χρόνων που θα σπουδάζω στον ίσκιο σου. Άφησέ με να δω τη στάχτη και μετά, το ρόδο. Δεν θα σου ξαναζητήσω τίποτ’ άλλο. Θα πιστέψω στη μαρτυρία των ματιών μου.
Με μια απότομη κίνηση, άρπαξε το σαρκόχρωμο ρόδο, που ο Παράκελσος είχε αφήσει πάνω στο αναλόγιο και το πέταξε στις φλόγες. Το χρώμα εξαφανίστηκε και σε λίγο δεν απόμεινε απ’ το ρόδο παρά λίγη στάχτη.
Για μια στιγμή, που του φάνηκε αιώνες, ο μαθητής περίμενε τα λόγια και το θαύμα.
Ο Παράκελσος έμεινε ασυγκίνητος. Κι είπε, με μια περίεργη απλότητα:
-Όλοι οι γιατροί κι όλοι οι φαρμακοποιοί της Βασιλείας διατείνονται πως είμαι απατεώνας. Ίσως να λεν αλήθεια. Εδώ βρίσκεται η στάχτη που ήταν κάποτε ένα ρόδο και δεν θα ξαναείναι ποτέ πια.
Ο νεαρός ένιωσε ντροπή. Ο Παράκελσος ήταν ένας τσαρλατάνος ή ένας απλός οραματιστής κι αυτός, ένας παρείσακτος, είχε περάσει το κατώφλι του και τον υποχρέωνε τώρα να ομολογήσει πως η διαβόητη μαγική του τέχνη ήτανε μια πλάνη.
Γονάτισε και του είπε:
-Είμαι ασυγχώρητος. Μου ’λειψε η πίστη που ο Κύριος απαιτούσε από τους ζηλωτές του.
Άσε με να ξαναδώ τη στάχτη. Θα γυρίσω όταν θα ’μαι πιο δυνατός και θα γίνω μαθητής σου και στην άκρη του Δρόμου θα δω το ρόδο.
Μιλούσε μ’ ένα απροσποίητο πάθος, κι ωστόσο αυτό το πάθος δεν ήταν παρά ο οίκτος που του προκαλούσε ο γερο-δάσκαλος, τόσο σεβάσμιος και κυνηγημένος, τόσο ξακουστός και, γι’ αυτό, τόσο κενός. Ποιος ήταν αυτός, ο Γιοχάνες Γκρίσεμπαχ, για ν’ ανακαλύψει με χέρι ιερόσυλο πως πίσω απ’ το προσωπείο δεν υπήρχε κανείς;
Ν’ αφήσει τα χρυσά φλουριά θα φαινόταν σαν ελεημοσύνη. Τα ξαναπήρε λοιπόν φεύγοντας. Ο Παράκελσος τον συνόδεψε ως το πλατύσκαλο και του είπε πως σ΄εκείνο το σπίτι θα ’ταν πάντα καλόδεχτος. Κι οι δυο ξέρανε πως δεν θα ξαναβλέπονταν ποτέ.
Ο Παράκελσος έμεινε μόνος. Πριν σβήσει τη λάμπα και καθίσει στη φθαρμένη πολυθρόνα, έριξε τη λίγη στάχτη στη φούχτα του κι είπε μια λέξη με χαμηλή φωνή. Απόθεσε το ρόδο πάλι στο αναλόγιο και βυθίστηκε στη σιωπή.

του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Από τη συλλογή Ρόδινο και Γαλάζιο (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης), εκδ. ύψιλον/βιβλία 1982.


Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Η ιστορία ενός δελφινιού





Τούτη η ιστορία θα σου φανεί απίστευτη, γιατί μοιάζει με παραμύθι, είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή. Μας τη διηγείται ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ένας μεγάλος σοφός που ασχολήθηκε κοντά στ΄ άλλα και με το βίο των ζώων.
Μια φορά, λέει, στη λιμνοθάλασσα του Λοκρίνου, που ανήκε τότε στην επαρχία της αρχαίας Ιταλικής Καμπανίας, ζούσαν πολλά δελφίνια. Ένα από αυτά πλησίασε μια μέρα στην ακροθαλασσιά, όπου καθόταν και ξεκουραζόταν ένα μικρό αγόρι. Το αγόρι αυτό γύριζε από το σχολείο του που βρισκόταν από την άλλη πλευρά της λιμνοθάλασσας, σε μια μικρή πόλη. Καθώς λοιπόν ήταν κουρασμένο από το δρόμο, κάθισε στην ακρολιμνιά να ξαποστάσει και ο καθαρός αέρας του άνοιξε την όρεξη. Θυμήθηκε πως του είχε περισσέψει λίγο ψωμί από το πρωινό του και κάθισε να το φάει. Ξαφνικά είδε το δελφίνι. Είχε βγάλει το κεφάλι του από τη θάλασσα και κοίταζε το παιδί τρυφερά με τα μικρά ολοστρόγγυλα μάτια του. το αγοράκι, για να παίξει, του πέταξε λίγο ψωμί κι εκείνο άνοιξε το στόμα του και το κατάπιε.
-Θα πεινάει το καημένο, σκέφτηκε το αγοράκι. Ας του ρίξω ακόμα λίγες μπουκιές.
Το δελφίνι πλησίασε πιο κοντά τώρα και με χαριτωμένες κινήσεις βουτούσε στο νερό και ξανάβγαινε ν΄ αρπάξει τις μπουκιές που του πετούσε ο μικρός του φίλος. Όταν τελείωσε το ψωμί, το αγόρι του φώναξε:
-Καλό μου δελφίνι, δεν έχω άλλο για σήμερα. Αύριο, θα πάρω περισσότερο ψωμί μαζί μου κι αν σε συναντήσω εδώ, θα το φάμε παρέα.
Το δελφίνι, σα να κατάλαβε τι του είπε το αγόρι, το περίμενε την άλλη μέρα στο ίδιο μέρος. Σαν το είδε από μακριά, άρχισε να κάνει τούμπες στο νερό, σα να ήθελε έτσι να του φανερώσει τη χαρά του. Το παιδί του έριξε πάλι αρκετές μπουκιές ψωμί και το δελφίνι τις άρπαζε ευχαριστημένο για την αναπάντεχη τύχη του. Αυτό έγινε και την άλλη μέρα και την παρ΄άλλη, ώσπου το παιδί και το δελφίνι έγιναν δυο αχώριστοι φίλοι. Το δελφίνι πλησίαζε πια τόσο κοντά στην ακτή, που το αγοράκι άπλωνε τα χέρια του και του χάιδευε τη ράχη.
Στο σχολείο, είχε μάθει για τον Αρίωνα, τον ξακουσμένο μουσικό, και την ιστορία του, πώς δηλαδή τον έφερε ένα δελφίνι στην στεριά πάνω στη ράχη του. – Εκεί, στην απέναντι στεριά, βρίσκεται το σχολείο μου! σκέφτηκε καθώς θυμήθηκε την ιστορία του Αρίωνα. Κάθε μέρα πηγαίνω κι έρχομαι τόσο δρόμο και κουράζομαι πολύ… Γιατί τάχα; Το καλό μου δελφίνι θα μου αρνηθεί να με περάσει απέναντι, καθισμένο στη ράχη του;
Το δελφίνι, σα να μάντεψε τη σκέψη του παιδιού, πλησίασε περισσότερο στην αμμουδιά. Το αγοράκι τότε, με ένα επιδέξιο πήδημα, βρέθηκε στη ράχη του. Γρήγορο σαν αστραπή το δελφίνι, άρχισε να κολυμπά στην επιφάνεια της λιμνοθάλασσας και σε λίγα λεπτά έφτασε στην απέναντι ακτή. Το παιδί, κατευχαριστημένο από το απροσδόκητο ταξίδι, ξεπέζεψε από τη ράχη του δελφινιού, πήδησε στο μώλο και φώναξε:
-Σ΄ευχαριστώ, καλό μου δελφίνι, δεν ξέρεις πόσο γρήγορα και ξεκούραστα θα πάω σήμερα στο σχολείο! Όταν σχολάσω να με περιμένεις εδώ.
Και στ΄ αλήθεια! Όταν σχόλασε το παιδί και τράβηξε προς την ακρογιαλιά, βρήκε το δελφίνι το φίλο του να τον περιμένει! Χωρίς να διστάσει, ανέβηκε πάλι στη ράχη του και σε λίγο το δελφίνι, ζωντανή βαρκούλα, τον είχε περάσει απέναντι.Ύστερα, άρχισε να στριφογυρίζει στη ακτή κοντά, σαν να περίμενε κάτι.
Το παιδί, που μάντεψε αμέσως τι ήθελε, έβγαλε από το καλάθι του ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί και τάισε με το χέρι του το δελφίνι.
Αυτή η ιστορία συνεχίστηκε για πολλούς μήνες.
Μια μέρα όμως, το αγόρι δε φάνηκε στην ακρολιμνιά. Το δελφίνι περίμενε υπομονετικά ως το ηλιοβασίλεμα και ξαναγύρισε στην ίδια θέση το άλλο πρωί. Και πάλι το αγόρι δε φάνηκε! Τι να΄ γινε τάχα; Αλίμονο… Κειτόταν βαριά άρρωστο στο κρεβατάκι του. Τόσο βαριά, που δε γλίτωσε το θάνατο… Άδικα το δελφίνι από τότε περίμενε κάθε πρωί στην ακτή. Το παιδί, ο μικρός του φίλος, δε θα ξαναρχόταν ποτέ πια… Τότε κατάλαβε πως κάτι κακό έπαθε.
Οι περαστικοί διαβάτες το έβλεπαν να κολυμπάει ανόρεχτα κοντά στην ακρογιαλιά. Το έβλεπαν με δακρυσμένα μάτια, γιατί ήξεραν τη φιλία του με το αγοράκι. Πολλοί του πετούσαν κομμάτια ψωμί και μικρά ψάρια. Μα το δελφίνι δεν άγγιζε τίποτε. Περίμενε να έρθει το παιδί, ο μικρός του φίλος, να το ταΐσει. Ώσπου μια μέρα, αφού άδικα τόσο καιρό περίμενε, πέθανε από τη θλίψη και την πείνα.
Οι ψαράδες έσυραν το άψυχο σώμα του στο γιαλό. Αυτό το δελφίνι, είπαν, θα ταφεί σαν άνθρωπος.

Έσκαψαν ένα λάκκο στην αμμουδιά κι άφησαν τα κύματα της λιμνοθάλασσας να νανουρίζουν τον αιώνιο ύπνο του.”

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Μια συγκινητική ιστορία







Ένας γιος πήρε τον γέρο πατέρα του και πήγαν σε ένα πολύ σικ εστιατόριο για δείπνο.
Ο πατέρας ήταν πολύ γέρος και αδύναμος. Καθώς έτρωγε, τα φαγητά του έπεφταν
και λέρωναν το πουκάμισο και το παντελόνι του.
Οι γύρω συνδαιτημόνες τους έβλεπαν με αποστροφή, ενώ ο γιος του συνέχιζε να τρώει απόλυτα ήρεμος.
Αφού τελείωσε το φαγητό του, ο γιός του τον πήρε στην τουαλέτα και καθάρισε τα υπολοίματα τροφίμων, του καθάρισε τους λεκέδες, του χτένισε τα μαλλιά και του διόρθωσε τα γυαλιά του. Όταν βγήκαν από την τουαλέτα όλο το εστιατόριο κοίταζε τον γιό και δεν μπορούσε να κατανοήσει πως ένα τόσο νέος μπορούσε να φέρεται έτσι και να εκτίθεται σε ένα τέτοιο κοινό.
Ο γιος πήρε αγγαζέ τον πατέρα του και στράφηκε πρός την έξοδο.
Εκείνη την στιγμή ένας γέρος μεταξύ των συνδαιτυμόνων φώναξε τον γιο και τον ρώτησε, "Δεν νομίζετε ότι έχετε αφήσει κάτι πίσω;".
Ο γιος απάντησε: «Όχι, κύριε, δεν έχω αφήσει κάτι".
Ο γέρος απάντησε, "Ναι, έχετε! Αφήσατε ένα μάθημα για κάθε γιό και μία ελπίδα για κάθε πατέρα".
Σε ολόκληρο το εστιατόριο έπεσε βουβαμάρα.




Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Έχεις επίγνωση;



Το μόνο πρόβλημα με τον άνθρωπο είναι ότι κοιμάται βαθιά, με ανοιχτά τα μάτια. Γι’ αυτό ακριβώς δεν έχεις καν επίγνωση του ότι δεν έχεις καν επίγνωση. Τα μάτια σου είναι ανοιχτά κι εσύ ονειρεύεσαι χίλια δύο όνειρα, χίλιες δυο επιθυμίες, δεν είσαι στο εδώ και στο τώρα. Αυτό το νόημα έχει το να σου λείπει η επίγνωση. Βρίσκεσαι στο παρελθόν, στις αναμνήσεις, αυτό είναι όνειρο. Ή βρίσκεσαι στο μέλλον, στη φαντασία, αυτό είναι άλλο όνειρο! Να είσαι εδώ, τώρα!
Αν είναι το παρελθόν εδώ, δεν έχεις επίγνωση. Αν είναι το μέλλον εδώ, δεν έχεις επίγνωση. Επίγνωση σημαίνει να έχεις παρουσία στο παρόν. Να είσαι εδώ αυτή τη στιγμή. Ακόμη και αν περάσει από μέσα σου μία και μοναδική σκέψη, δεν έχεις επίγνωση. Αν είσαι σε νοητική διαδικασία, είσαι κοιμισμένος. Αν δεν είσαι σε νοητική διαδικασία, είσαι ξύπνιος.
Έλα στο παρόν… κι όταν είσαι στο παρόν, δεν αποτελείς μέρος του νου. Τότε, κάθε πράξη έχει εξαίρετη καθαρότητα, επειδή είσαι καθρέφτης. Και, δεν υπάρχει σκόνη πάνω στον καθρέφτη, γιατί δεν υπάρχει καμιά διαδικασία σκέψεων.
Ό,τι κι αν κάνεις, κάνε το με τέτοια φροντίδα, με τέτοια δημιουργικότητα, ώστε να είσαι απόλυτα εκεί, μέσα σε αυτό, συμμετέχοντας, ώστε να μην κάνεις απλώς μερικές άδειες χειρονομίες. Η παρουσία σου είναι εκεί, και η ίδια αυτή παρουσία φέρνει μια αλχημική αλλαγή. Δεν θα καταπιέζεις ποτέ, δεν θα κάθεσαι ποτέ πάνω σ’ ένα ηφαίστειο. Και, όσο πιο πολλή επίγνωση αποκτάς, τόσο πιο πολύ πετυχαίνει η ζωή σου τη σιωπή, την ειρήνη, την αγάπη. Αυτά είναι τα παράγωγα της επίγνωσης.

*Osho Ο καινούργιος άνθρωπος, Ρέμπελ

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Ένα απο τα παραμύθια μου...



Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα πανέμορφο δάσος γεμάτο ψηλά έλατα και βελανιδιές ξεφύτρωσε ένα μικρό θάμνο ανάμεσα σε άλλα θαμνώδη φυτά σε ένα σημείο που η πλαγιά έκανε μια μικρή φωλίτσα. Το πρώτο βλέμμα του το έστρεψε στο φως και στο γαλανό κομμάτι που φαινότανε κάπου ψηλά.. ψηλά...στην ακρούλα .. μα τι ήταν αυτό που τον εμπόδιζε να δει καθαρά ; 
Ήταν πράσινο.. καταπράσινο και κατέληγε .. πω! πω! σε ένα τεράστιο χοντρό καφετί κορμό..Γύρισε ολόγυρα και είδε ότι τέτοιοι κορμοί υπήρχαν παντού , όλοι δυνατοί , ψηλοί σαν ένα τοίχος . Στα πόδια τους θάμνοι πράσινοι χαμηλοί σαν..κι αυτόν.. θάμνοι..χωρίς θωριά, υπέροχα γερά κλαδιά και καταπράσινα φύλλα. 
 Προσπάθησε να δει αν μπορούσε και αυτός να πλησιάσει δίπλα τους , ν' αγγίξει τις χοντρές ρίζες τους και να καταφέρει να σκαρφαλώσει για να φανεί ψηλότερος. Μα έμεινε ακίνητος εκεί που ήταν να χαζεύει τα χρωματιστά μικρά πλασματάκια που παίζανε κυνηγητό ανάμεσα στις φυλωσιές του γίγαντα. Τότε τον τρόμαξε ο θόρυβος που έκανε ένα μαλλιαρό πλάσμα με μεγάλη φουντωτή ουρά που ..προσγειώθηκε δίπλα του σαν ένα πακέτο από τον ουρανό. 
 - Συγνώμη φίλε.. δεν σε πρόσεξα.. είμαι ο Πουφ..ο σκίουρος ..καλώς φύτρωσες στη γειτονιά μας.
- Ε! παλιοσκίουρε απρόσεκτε , μου τσαλάκωσες το καπέλο μου..άκουσε μια φωνούλα δίπλα του το μικρό δενδράκι . Έσκυψε ακόμα και αυτό για να δει ένα θυμωμένο κόκκινο ..ταψάκι με κορμό και άσπρες βούλες.
 - Επιτρέψτε με.. είμαι ο Μάμπο το μανιτάρι και από εδώ η ..οικογένεια μου.. η γυναίκα μου η Μπούμπα και τα ... για να μετρήσω..1.. 2...5...7...μάλιστα 7 παιδάκια μου προς το παρόν! Καλώς ξεφύτρωσες λοιπόν θα κάνουμε παρέα και θα με προφυλάξεις  από ότι βλέπω από κάτι τέτοιους απρόσεκτους επισκέπτες.
- Κι εμένα με λένε.. αλήθεια ένοιωσε απελπισία ξαφνικά το δενδράκι ...δεν ξέρω πως με λένε, δήλωσε λυπημένα με χαμηλή φωνή..
- Μα φίλε μου δικαίως δεν ξέρεις αφού τα ονόματα μας τα δίνει ο μεγάλος Βασιλιάς αυτού του δάσους το Έλατο δίπλα σου.. τυχερέ ..γεννήθηκες δίπλα σε βασιλιά..
- Πιστεύεις ότι θα με προσέξει; είπε απογοητευμένο το μικρό δενδράκι, ούτε καν στη ρίζα του δεν μπορώ να φθάσω. 
Φύσηξε τότε ένα αεράκι και έφερε τη βραχνή και δυνατή φωνή του Έλατου στ' αυτιά του σαν εντολή ..
- Θα σε πούμε Γκάμπη ..μα θα πρέπει να σου δώσει την ευχή της τύχης σου η νεραιδούλα του δάσους φίλε μου  που θα έρθει όταν σκοτεινιάσει. Θα τα πούμε λοιπόν το βράδυ στη γιορτή της υποδοχής σου μαζί με πολλά άλλα δενδράκια που γεννήθηκαν σήμερα μαζί σου.
Μετρούσε ο Γκάμπη τις ώρες μέχρι να νυχτώσει και να δει τα πουλιά να κουρνιάζουν στις φωλιές που φιλοξενούσαν τα ψηλά δένδρα ολόγυρα. Κόντευε να τον πάρει ο ύπνος με το ρυθμικό ροχαλητό του μανιταριών  δίπλα του όταν ξαφνικά....
 Εκατοντάδες μικρά φωτάκια άρχισαν αν πετούν ανάμεσα του και να του τραγουδούν με ήχο ρυθμικό που έκαμναν με τα μικρά φτερά τους. Δυο μάτια τεράστια φωτεινά τον τρόμαξαν , δίπλα του δυο ακόμα πιο μικρά..
- Καλώς ήρθες δενδράκι είμαι η Ρούμπο η κουκουβάγια και δίπλα το παιδάκι μου ο Κουκί.!
 - Καλώς φύτρωσες κάτοικε του μαγικού μου δάσους.. άκουσε μια βελούδινη φωνή το μικρό δενδράκι και αντίκρισε καθισμένη επάνω στο ..μανιτάρι μια υπέροχη μικρή κοπελίτσα με διάφανα φτερά και λουλουδένιο στεφάνι στα κατάξανθα μαλλιά της. Είμαι η νεραιδούλα του δάσους αυτού Γκάμπη και ήρθα να σου δώσω την ευχή μου:  Σου εύχομαι λοιπόν να είσαι ..  αγαπητός , γερός και ξεχωριστός. Να μεγαλώσεις να δυναμώσεις να ανθίσεις και να στολίσεις με τη παρουσία σου εκεί που δεν θα υπάρχει άλλο στολίδι.
-Γέλασε το δενδράκι μέσα του και σκέφτηκε..εγώ ξεχωριστός..εγώ ευλογημένος να φέρω χαρά; ένα μικρό θαμνώδες δενδράκι; 
Ο καιρός πέρασε, οι εποχές έκαναν το κύκλο τους . 
 Χιόνι έπεσε πολύ και  ήρθε μια γιορτή για τους ανθρώπους του μεγάλου χωριού κοντά στο δάσος που τους έκανε να κόβουν μικρά δενδράκια και να τα κουβαλούν για να τα πουλήσουν ακριβά σε πλούσιους που στόλιζαν με αυτά τα σπίτια τους. Του τα είπε αυτά η σοφή κουκουβάγια και αποχαιρέτησε τα μικρά δενδράκια που έφευγαν στις πλάτες των υλοτόμων..Πόσο θα ήθελε να πάει μαζί τους ο Γκάμπη.. μα ποιος θα ήθελε ένα μικρό ..θαμνώδες δενδράκι..
Τότε ξαφνικά ένοιωσε κάτι στην αρχή να τον πονά μετά όμως όταν τον πήρε κάποιος στη αγκαλιά του τα ξέχασε όλα.. Πάει ..τελείωσε η ζωή του σκέφτηκε.. μάλλον κάποιος τον πήρε για να τον κάνει ..σκούπα για την αυλή του η προσάναμμα για το τζάκι του..
 Ο παππούς Αντώνης μπήκε παγωμένος από το χιόνι στο μικρό καλυβάκι που ζούσε με τη μοναδική  εγγονή του. 
Στο τζάκι έκαιγε τα ξύλα από τα κλαδιά του μεγάλου έλατου που πέταξε ο γείτονας πέρσι και στη κατσαρόλα έβαλε φρέσκα μανιτάρια για την αγαπημένη σούπα  τους. 
 Πήρε το μικρό δενδράκι θάμνο και το έβαλε σε μια μεγάλη γλάστρα που βρήκε στα σκουπίδια. Τα κόκκινα μικρά φυσικά μπαλάκια του γυάλιζαν στο φως από το τζάκι.. του γυάλισε τα φύλα με λίγο λάδι και κρέμασε επάνω ένα μικρό πακετάκι όπου είχε βάλει ένα όμορφο στολισμένο σκουφάκι που του είχε πλέξει η γιαγιά του διπλανού σπιτιού  για την εγγονή.
Όταν οι καμπάνες του χωριού χτύπησαν Χριστούγεννα το μικρό δωμάτιο γέμισε από τις χαρούμενες φωνούλες της μικρής για το υπέροχο θαμνώδες δενδράκι της Γκυ της είπε ο παππούς της πως λεγότανε.
 Ξαγκίστρωσε από τα φύλλα του το όμορφο σκουφάκι της και έφαγε ευτυχισμένη την υπέροχη μανιταρόσουπα που έφτιαξε ο παππούς της.
Από το ανοιχτό παράθυρο με τα χιονισμένα τζάμια ο Γκάμπη ευχαρίστησε τη καλή του νεράιδα για την ευχή της.. Κανένα ψηλό δένδρο δεν θα έδινε σε αυτό το σπίτι τη χαρά που έδωσε το μικρό θαμνώδες δενδράκι με τα κόκκινα μικρά μπαλάκια του και τα γυαλιστερά ακανθώδη στις άκρες φύλλα του.



Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Το χρώμα του φεγγαριού




- Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη; 
- Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
- Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
- Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
- Τί χρώμα έχει η χαρά;
- Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.
- Και η μοναξιά;
- Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξεδί.
- Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
- Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράχτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
- Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
- …Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
- Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
- Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
- Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι … Κοίταξε μακριά στο κενό … Και δάκρυσε …
Ζω …
- Δε φοβάσαι που θα πεθάνεις;
- Σήμερα πάντως ζω! Σου σφίγγω τα χέρια, σε κοιτάζω στα μάτια. Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα απo τα δάκτυλά σου. Ζήσε. Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το σήμερα ενέχυρο σ” αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου, φίλε. Αγάπησε το!
Συγχωρώ!
- Δίνε το χέρι σου στον άλλο χωρίς να κρίνεις. Κάνε του λίγο χώρο μέσα σου να ξαποστάσει. Να πιει μια γουλιά νερό. Σ” αυτό τον κόσμο, παλικάρι, όλοι έχουμε μερίδιο σε όλα. Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη στην απόγνωση. Κι εσύ, θα “ρθουν φορές που θα τα κάνεις θάλασσα στη ζωή σου. Ε! Δε θα σημάνει ποτέ γι” αυτό το τέλος του κόσμου! Εγώ είμαι γέρος, κι ακόμα κάποιες φορές τα κάνω θάλασσα. Δε βγαίνει με συνταγές η ζωή. Aντε στην υγειά σου!
Ελπίζω!
- Μην πικραίνεσαι, είπε. Και βούρκωσε. Είναι όμορφη η ζωή. Πίστεψέ με. Αξίζει να τη ζεί κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές. Σε νιώθω. Λες να μην τα ξέρω όλ” αυτά; Μα να θυμάσαι πάντα, φιλαράκο, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Δε σταματάει πουθενά η ζωή. Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο της ψυχής τους. Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι. Ανθίζει, κάνει καρπούς, μαδάει, και πάλι απο την αρχή. Τώρα έχεις φουρτούνα εσύ, και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Φύλαξέ τα όμως στο μυαλό σου αυτά που ακούς. Δεν σου κάνω το δάσκαλο. Ένας γερο-ξεκούτης είμαι. Μα αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται. Το ξέρω καλά. Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Κανείς δεν μπορεί να σε κρατήσει. Προχώρα όρθιος όμως. Έτσι;
- Aυριο θα “ναι μια καινούρια μέρα, αγόρι μου. Πλύσου, χτενίσου, ψιθύρισε ένα τραγουδάκι και ξεκίνα. Δεν ξέρω τιποτ’ άλλο να σου πω, Έζησα τόσα χρόνια σ’ αυτή τη γη. Δεν αρνήθηκα ποτέ τα λάθη μου. Δε γουστάρω τους ανθρώπους που είναι ατσαλάκωτοι. Αξίζει να ζεις μέσα στη γυάλα, από φόβο μην πληγωθείς; Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα. Κι όταν τσακίζεσαι, να “χεις το θάρρος να λές: Με γεια μου με χαρά μου. Φτου κι από την αρχή τώρα. Όχι κακομοιριές και κλαψούρες. Η ζωή είναι όμορφη, παλικάρι μου, μόνο όταν την ζεις. Όταν κυλιέσαι μαζί της. Πότε σε λασπουριές και πότε σε ροδοπέταλα. Κράτα τις αναμνήσεις σου και προχώρα… Μια περιπλάνηση είναι το διάβα μας σ” αυτό το κόσμο. Μια περιπλάνηση ανάμεσα ουρανού και Γής. Άντε να πιούμε και το τελευταίο. Έχω να σηκωθώ νωρίς αύριο. Πρέπει να κλαδέψω τις τριανταφυλλιές. Αλλιώς, πώς θα θυμάμαι το χαμόγελο αυτηνής της κακούργας της Μελπομένης;
Ποιός είναι ο δυνατός;
- Ποιός είναι ο δυνατός;  ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.
- Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι. Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους. Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους. Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες. Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή, μέσα στο χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του. Αυτός είναι ο δυνατός.
Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε. Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα. Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές. Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:
- Γειά σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου!
«Πρόσεξε μην ξεχάσεις ποτέ πως η ζωή αγαπά αυτούς που την περιμένουν στη γωνία του δρόμου μ” ένα λουλούδι στο χέρι. Μπορεί να γονατίζεις, να σέρνεσαι, να ματώνεις. Ωραία! Δε χάλασε ο κόσμος. Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Έχεις πάντα το καιρό να σηκωθείς. 
Τ” αγάλματα μόνο δε λυγάνε».
Ονειρεύονται… και ελπίζουν…
- Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στ” αστέρι του.
- Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
- Δείξε μου ένα ακριβό στολίδι.
- Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.
- Όμορφη βραδιά απόψε. Άκου, πως τραγουδάει το τριζόνι!
Σε λίγο θα βγει ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει. Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά. Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται…
- Σε λίγο θα ξημερώσει… Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται… Ονειρεύονται και ελπίζουν…





   Αλκυόνη Παπαδάκη – «Το χρώμα του Φεγγαριού! «

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Οι τρεις αλήθειες





Ένας άνθρωπος αιχμαλώτισε ένα καναρίνι, που του είπε:
- Τι θέλεις από μένα; Δες τα ισχνά πόδια μου και το μικροσκοπικό κεφάλι μου. Τι μπορείς να πάρεις από μένα; Δώσε μου την ελευθερία μου και θα σου πω τρεις χρήσιμες αλήθειες.
 - Τρεις αλήθειες;
- Ναι. Άκουσε με καλά. Θα σου πω την πρώτη ενώ με κρατάς στο χέρι σου. Θα σου πω τη δεύτερη όταν θα είμαι ασφαλές πάνω σ” ένα κλαδί. Θα σου πω την τρίτη όταν θα έχω φτάσει στην κορυφή αυτού του λόφου.
- Εντάξει, είπε ο άνθρωπος, πες μου την πρώτη 
Τότε το καναρίνι του είπε:
- Αν χάσεις κάτι, ακόμα κι αν είναι τόσο πολύτιμο όσο η ζωή σου, μη λυπηθείς γι” αυτό ούτε στιγμή.
Ο άνθρωπος κράτησε το λόγο του και άνοιξε το χέρι του. Το καναρίνι πέταξε σ” ένα κλαδί, απ” όπου είπε τη δεύτερη αλήθεια:
- Αν σου πουν κάτι παράλογο, μην το πιστέψεις πριν σου το αποδείξουν!
Το πουλί πέταξε μέχρι την κορυφή του λόφου.
- Ποια είναι η τρίτη αλήθεια; ρώτησε ο άνθρωπος.
- Είναι, πως στο κορμί μου υπάρχουν δυο υπέροχα κοσμήματα που ζυγίζουν πολύ. Αν με είχες σκοτώσει, τώρα θα ήταν δικά σου.
Ο άνθρωπος έπεσε κάτω απογοητευμένος και δάγκωσε το δάχτυλό του μέχρι να ματώσει. Εκείνη τη στιγμή άκουσε το πουλί που γελούσε. Σηκώθηκε και το ρώτησε γιατί γελάει.
- Είσαι ανόητος, του είπε το πουλί, σου είπα πρώτα να μη λυπηθείς ποτέ για κάτι που έχασες. Εσύ λυπήθηκες για τα κοσμήματα. Σου είπα μετά να μην πιστέψεις ποτέ έναν παραλογισμό, με κανέναν τρόπο. Σου είπα ότι έχω δυο κοσμήματα που ζυγίζουν πολύ κι εσύ το πίστεψες, παρόλο που όλο το κορμί μου είναι πολύ ελαφρύ. Αντίο, είσαι ανόητος.